16 Ιουλ 2008

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ «ΧΩΡΟΣ» ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΘΝΙΚΟΙ ΔΗΘΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕ ΥΠΟΣΥΝΟΛΟ!

Μιλώντας για λογαριασμό του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών (ΥΣΕΕ), του θρησκευτικού / πολιτιστικού φορέα των κάποιων χιλιάδων σύγχρονων Ελλήνων που οι ίδιοι επιλέγουν να ονομάζονται «Εθνικοί», δηλαδή έμπρακτοι συνεχιστές της Εθνικής μας Παράδοσης και Θρησκείας, το πρώτο και κύριο που θέλω να τονίζω είναι ότι εναντιωνόμαστε στην οποιαδήποτε προσπάθεια τσουβαλιάσματός μας μαζί με εντελώς άσχετα προς εμάς άτομα ή ομάδες ατόμων, κάτω από αυθαίρετες ευρεσιτεχνίες τύπου «χώρος», «κίνημα» κλπ.

Τους όρους αυτούς χρησιμοποίησαν πονηρά κατά το παρελθόν και φυσικά χρησιμοποιούν μόνον όσοι ήθελαν και θέλουν να τσουβαλιάσουν ετερόκλητα πράγματα για να κτυπήσουν κάποια από αυτά, με όπλο τα ελαττώματα κάποιων άλλων, θυμόμαστε λ.χ. όλοι οι παλαιότεροι, το με ποιον τρόπο κατά την δεκαετία του 1980 ο διάτρητος όρος «χώρος» χρησιμοποιήθηκε στο πολιτικό επίπεδο από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής για να διώκονται θεωρητικοί, διανοούμενοι και συγκροτημένοι ακροαριστεροί με αφορμή τις πράξεις διαφόρων άγνωστων εξτρεμιστών, πολλοί των οποίων ήσαν ακόμα και πράκτορες των ίδιων των δυνάμεων καταστολής. Το να δέχεται κανείς σήμερα με αφέλεια ότι υπάρχει όντως «χώρος» «αρχαιολατρών», σημαίνει ότι εμείς του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών καταδικαζόμαστε να έχουμε αυτομάτως ευθεία σχέση με τον οποιονδήποτε που απλώς και ανά πάσα στιγμή εμφανίζεται από το πουθενά ή εξέρχεται από τον α ή β σκοτεινό μηχανισμό για να παραστήσει τον δήθεν «αρχαιολάτρη».

Είδαμε πρόσφατα ένα προσωποπαγές αθεϊστικό περιοδικό του υποτιθέμενου «αρχαιολατρικού» «χώρου», που ειδικεύεται στο να κτυπάει συστηματικά κάθε προσπάθεια στοιχειώδους οργάνωσης μα και θρησκευτικής έκφρασης των Ελλήνων πολυθεϊστών ή ακόμα και των απλών ελληνιζόντων, να λοιδορεί απροκάλυπτα τις 5 διαφορετικές εκδηλώσεις τιμής προς τους Θερμοπυλομάχους που έγιναν την περασμένη χρονιά και αναρωτιόμαστε τι θα 'πρεπε δηλαδή να κάνουμε εμείς οι Έλληνες Εθνικοί (που ούτως ή άλλως συμμετείχαμε σε 2 από αυτές), για να μην μας λοιδορεί; Να συνεορτάσουμε με φαιδρές ή ύποπτες μικρο-ομάδες, ή μήπως με την ναζιστική... «Χρυσή Αυγή»; Όχι βέβαια!

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΝΕΝΑΣ «ΧΩΡΟΣ» του οποίου εμείς (τουλάχιστον) δήθεν αποτελούμε... υποσύνολο. Αυτό που υπάρχει είναι το Ύπατο Συμβούλιο των κάποιων χιλιάδων σύγχρονων Ελλήνων που οι ίδιοι επιλέγουν να ονομάζονται «Εθνικοί», με παραρτήματα μάλιστα στις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Αυστραλία και πολλούς πυρήνες ανά την Ευρώπη και εκεί σταματάει το δικό μας ενδιαφέρον για αυτο-οργάνωση και δράση προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας και προς παλινόρθωση της αυθεντικής Ελληνικής Παραδόσεως και Θρησκείας. Την όποια συνεργασία μας (ή την μη συνεργασία μας) με έξωθεν ομάδες, συλλόγους ή άτομα, που ίσως έχουν παραπλήσιους σκοπούς με τους δικούς μας, την κρίνουμε ανά περίπτωση, την αποφασίζουμε και την καθορίζουμε εμείς.

Αυτονόητο είναι ότι συνεργαζόμαστε μόνον με πολιτιστικές, θρησκευτικές ή ακόμα και πολιτικές ομάδες, συλλόγους ή άτομα, που έχουν να επιδείξουν ένα κάποιο μέγεθος έργου και οπωσδήποτε μία εμφανέστατη ποιότητα ήθους. Έχουμε λ.χ. συνεορτάσει κάποιες φορές με την Ελληνική Εταιρεία Αρχαιοφίλων, παρά τις αρκετές μεταξύ μας αντιθέσεις σε επίπεδο πολιτικής, θεολογίας και ορολογίας, επιλέγοντας με βάση το πολυετές έργο που έχει επιτελέσει η συγκεκριμένη Εταιρεία υπέρ την νομικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων όσων σύγχρονων Ελλήνων τιμούν τους Εθνικούς μας Θεούς.

Αυτά τα ολίγα για το ζήτημα του περιβόητου «χώρου», ο οποίος απλώς δεν υπάρχει και συνεπώς είναι αδύνατον να μας χρεώσει έξωθεν ανεπιθύμητα πράγματα. Για να μας πιστώσει δεν το συζητάμε, ό,τι μπορούμε να πιστωθούμε είμαστε ικανοί να το παράξουμε μόνοι μας. Το Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών μεγαλώνει και ισχυροποιείται ολοένα και περισσότερο, χρόνο με τον χρόνο, ανεβάζει ολοένα και περισσότερο την ποιότητα των ανθρώπων του και, όπως ο κάθε σοφός οργανισμός, ξέρει να στοχοθετεί, να οργανώνει και να περιμένει.

Για την δεκαετία 2008 - 2017, την τρίτη δεκαετία δημόσιας δράσης των σύγχρονων Εθνικών και την δεύτερη του οργανωμένου αγώνα μας υπό την σημαία του Υ.Σ.Ε.Ε., οι κυριότεροι στόχοι μας είναι δύο πολύ συγκεκριμένοι: η επιτέλους απόσπαση από την Πολιτεία του κατάλληλου νομικού προσώπου για την επίσημη έκφρασή μας ως κανονική Θρησκεία, δηλαδή της «Θρησκευτικής Ένωσης» (όπως ζητήσαμε τον Μάϊο του 2006 στο γνωστό υπόμνημά μας προς το Ελληνικό Κράτος) και η ανέγερση του πρώτου σύγχρονου Ναού της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας σε ελληνικό έδαφος μετά από πολλούς αιώνες χριστιανικής βίας και τρομοκρατίας.

2 Μαΐ 2008

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Η κοσμοθέαση των αρχαίων Ελλήνων δεν αποτελεί απλώς προσφιλή «ανάμνηση» κάποιων αρχαιολατρών, αλλά είναι κάτι ζωντανό, το οποίο υπάρχει μέσα στον άνθρωπο όπου γης – είναι ένα πανανθρώπινο μέτρο, ένας πανανθρώπινος παλμός, που δονεί διαφορετικά τον άνθρωπο που τον έχει μέσα του. Γιατί, δεν έχει σημασία η οποιαδήποτε αναφορά σ’ έναν πολιτισμό, όσο έξοχος αυτός κι αν ήταν, εάν είναι κλειδωμένος στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας και δεν έχει να πει τίποτε σήμερα, στον άνθρωπο της δικής μας εποχής. Μιλώντας για την Αρχαία Ελλάδα, πόσο μάλλον τολμώντας μία εις βάθος μελέτη της, δεν κάνουμε παρελθοντολογία, αλλά δυναμική παροντολογία και μελλοντολογία.

Την αναφορά στους αρχαίους Έλληνες προγόνους μας δεν την κάνουμε φωτογραφικά, δεν ονειρευόμαστε να κινούμαστε ανεβασμένοι επάνω σε άρματα ή να φοράμε χλαμύδες. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να μεταφερθεί στο τώρα εκείνο που ήταν η Ουσία του πολιτισμού τους, να προβληθεί αυτή στο παρόν και στο μέλλον, ως ένα υγιές πρότυπο της τωρινής ανθρωπότητας, μίας ανθρωπότητας που τα κυρίαρχα πρότυπά της την έχουν προ πολλού οδηγήσει απανωτά αδιέξοδα
Με βάση τα παραπάνω, ευνόητο είναι ότι στο παρόν κείμενο δεν προτίθεμαι να καταπιαστώ με λεπτομέρειες, ούτε θα προχωρήσω στην τυπική περιπτωσιολογία για να αναλύσω κάποια βασικά δεδομένα του πολιτισμού των προγόνων μας, αλλά θα προσπαθήσω να μεταφέρω πέρα από χρονικά πλαίσια αυτά τα δεδομένα, την διαθήκη τους, μία διαθήκη ισχυρή στους αιώνες των αιώνων, όσο τουλάχιστον θα υπάρχουν ανθρώπινα όντα – και μέσα στους αιώνες των αιώνων είναι βεβαίως και το σήμερα, είναι και το αύριο. Και αυτή είναι η αξία του πολιτισμού των Ελλήνων: είναι ένας πολιτισμούς ο οποίος εφηύρε τον Άνθρωπο, όρισε τον Άνθρωπο και ως εκ τούτου αφορά τον Άνθρωπο στη διαχρονικότητά του.
Μιλάμε βέβαια για τον Άνθρωπο με κεφαλαίο Α, όχι μόνον αυτόν που έχει σχήμα ανθρώπου, αφού όλοι όσοι γεννιούνται από ανθρώπινα όντα έχουν σχήμα ανθρώπου, έτσι το θέλει η φύση και ο γενετικός κώδικας. Μιλάμε για όλους τους ποιοτικούς Ανθρώπους του πλανήτη, στους οποίους οι Έλληνες έχουν πάντοτε να δώσουν πράγματα. Η Ιστορία των τελευταίων αιώνων αποδεικνύει ότι ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη, οι Έλληνες βοήθησαν, όποτε υπήρξε ανάγκη, στο να ανασυρθεί δυναμικά ο παλαιός, αξιοπρεπής, λεβέντης, ποιοτικός Άνθρωπος, για να γίνει ξανά ιστορικό υποκείμενο. Όπου και όποτε χρειάστηκε δηλαδή να αλλάξουν τα πράγματα. Το ίδιο έργο παίχτηκε στην Αναγέννηση, στον Διαφωτισμό, στην Γαλλική Επανάσταση, στους ριζοσπάστες της Κεντρικής Αμερικής στα τέλη του 19ου αιώνα… όπου και όποτε χρειάστηκε να κινηθεί ο άνθρωπος προς την αξιοπρέπεια και την ελευθερία.
Η δυναμική προβολή του Αρχαίου Κόσμου στο σήμερα και στο αύριο, στην ζωή που βιώνουμε σήμερα εμείς και στις ημέρες που έρχονται, έχει τέσσερις επιμέρους πλευρές ή διαστάσεις: Η μία είναι καθαρά κοινωνικοπολιτική. Οι δύο επόμενες είναι κοινωνικο-προσωπικές, και η τελευταία είναι καθαρά προσωπική, αφορά δε αυτή όλο το είναι του ανθρώπου και όλη την έκταση του καθημερινού βίου,συλλογικού και ατομικού.


Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Ας αρχίσουμε με το πρώτο στοιχείο, το κοινωνικοπολιτικό: πάρα πολλοί το έχουν πει ότι οι Έλληνες εφηύραν «τον Άνθρωπο», ακόμα περισσότεροι ότι εφηύραν «τον Πολιτικό Άνθρωπο» (ο Φίνλεϋ μάλιστα τραβάει χρονικά σε αρκετό βάθος την αφετηρία, από τους προϊστορικούς κιόλας χρόνους). Εφηύραν επίσης και την πολιτική, μία διάσταση όμως η οποία είναι όχι έξω αλλά μέσα στον άνθρωπο. Η πολιτική διάσταση του ανθρώπου είναι αξεχώριστη από τη διάστασή του ως τέτοιου.
Από τα βιολογικά είδη, κάποια χαμηλής εξέλιξης είναι μόνα τους, μοναχικά, κάποια πιο προηγμένα ζούνε κοινωνικά, είναι κοινωνικά όντα. Κοινωνικό ον είναι η μέλισσα, κοινωνικό ον είναι και ο λύκος. Εκεί έχουμε κάποιους νόμους, οι οποίοι είναι διαχρονικοί και διατοπικοί. Για παράδειγμα, και το έτος 0 των χριστιανών, και το 1600 και βεβαίως επίσης και σήμερα, και στην Ασία και στην Αμερική, ο λύκος συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο. Η αγελαία συμπεριφορά του είναι μέσα στις βιολογικές του προδιαγραφές, από εκεί αναδύονται κάποιοι κοινωνικούς νόμους που πρέπει να υπηρετήσει ώστε να είναι κανονικός λύκος. Εντάσσεται κοινωνικά μέσα σε μία αγέλη και ακολουθεί αυτούς τους νόμους, οι οποίοι είναι ουσιαστικά ανελαστικοί και απαραβίαστοι. Δεν μπορεί να τους αλλάξει, δεν μπορεί να τους τροποποιήσει.
Ο άνθρωπος όμως δεν είναι κοινωνικό ον. Ένα τμήμα του βέβαια είναι κοινωνικό, γιατί ως άνθρωπος έχει και το ζωώδες μέσα του. Το να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον δεν μας τιμά. Αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα είναι το πολιτικό του στοιχείο, το ότι δηλαδή ο άνθρωπος από την ίδια του τη φύση καλείται να δημιουργεί θετό δίκαιο, δηλαδή νόμους, οι οποίοι δεν είναι διαχρονικοί, ούτε διατοπικοί. Είναι νόμοι που τους φτιάχνει αυτός, για τον εαυτό του, για τον εκάστοτε χρόνο και τόπο. Και επειδή τους έχει φτιάξει ο ίδιος ο άνθρωπος, δεν είναι απαραβίαστοι, αλλά παραβιάσιμοι από οποιονδήποτε άλλον έρθει να τους αλλάξει, να τους τροποποιήσει, ή να τους καταργήσει.
Αυτή η διάσταση του ανθρώπου, η πολιτική, στενά συνδεδεμένη με την έλλογη φύση του, είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από το υπόλοιπο είδος των έμβιων όντων. Όντως, για να φτιάξει θετό δίκαιο, ο άνθρωπος οφείλει να έχει ένα άλλο, ιδιαίτερο μυαλό, το οποίο βεβαίως έχει ως δώρο από τη Φύση, ένα εξαιρετικό προνόμιο, χαρισμένο από μία επιλογή της Φύσης και όχι επειδή είμαστε ένα βιολογικό είδος εκλεκτό των Θεών. Κάποια στιγμή δηλαδή, η Φύση θέλησε, για τους δικούς της λόγους, να ενεργοποιήσει στον ανθρώπινο εγκέφαλο το κέντρο του Λόγου. Είμαστε έκτοτε όντα έλλογα, δηλαδή έχουμε μέσα μας τον λόγο και έχουμε τη δυνατότητα να εκδηλώσουμε λογικότητα –χωρίς κατ’ ανάγκη να είμαστε και λογικοί, εάν ήμασταν δεν θα ήταν ο κόσμος στα χάλια που έχει σήμερα. Είμαστε έλλογοι, δηλαδή έν-λογοι, και απλώς όταν κάποτε καταφέρνουμε να εκδηλώσουμε την λογικότητά μας, κάνουμε θαύματα. Όταν δεν την εκδηλώνουμε, κάνουμε αυτό που βλέπουμε γύρω μας αυτήν τη στιγμή.
Η επανεφεύρεση του Πολιτικού Ανθρώπου είναι το αίτημα και των δικών μας καιρών, καθώς είναι ένα αίτημα διαρκές. Σε κάθε εποχή που η ανθρωπότητα σηκώθηκε για να δημιουργήσει κάτι θετικό, μπήκε άμεσα το αίτημα του Πολιτικού Ανθρώπου, δηλαδή της ανώτερης διάστασης του ανθρώπου. Το είδαμε και στην Γαλλική Επανάσταση, το είδαμε και σε άλλες σπουδαίες στιγμές της Ιστορίας, όταν ο άνθρωπος μπόρεσε να ξαναγίνει ιστορικό υποκείμενο. Ήταν αυτός ο ανώτερος άνθρωπος, που μπορούσε και κινούσε τα πράγματα, αυτός που άλλαζε καταστάσεις, ήταν αυτός ο ανώτερος άνθρωπος, ο Πολιτικός, που έφερνε άλλα δεδομένα στη θέση των παλιών. Έκανε επαναστάσεις… Επαναστάσεις δεν κάνουνε οι μέλισσες, ούτε οι λύκοι, επαναστάσεις κάνουνε οι άνθρωποι.
Η πολιτική διάσταση του Ανθρώπου και η δυναμική επανεφεύρεσή της είναι η πρώτη και βασικότερη προβολή του Αρχαίου Κόσμου στο σήμερα. Ένα πρώτο αίτημα όσων θέλουν να αναβιώσουν την ελληνική διάσταση του Ανθρώπου, είναι η δέσμη τού να συμμετάσχουμε «στα κοινά» και να δουλέψουμε για τον Άνθρωπο. Όχι για τους εαυτούς μας, αλλά για την μεγάλη αξία που λέγεται Άνθρωπος: «εμείς οι άνθρωποι ορίζουμε την έννοια του ανθρώπου και ο ίδιος ορισμός ισχύει για όλους. Αυτό αποτελεί σαφή απόδειξη, ότι δεν υφίσταται καμμία διαφορά ως προς το είδος μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου… η λογική είναι κοινή σε όλους μας… και δεν υπάρχει άνθρωπος οποιασδήποτε φυλής, που εάν βεβαίως βρει τον κατάλληλο οδηγό, να μην μπορεί να φθάσει στην Αρετή» σχολιάζει σχετικά ο Κικέρων στο «De Legibus» (1. 28 – 31).
Υπάρχει μία έννοια, ξεχασμένη λίγο στις ημέρες μας, η οποία ονομάζεται «Ανθρωπισμός». Αυτή είναι μία ακόμα εφεύρεση των Ελλήνων, μεταδόθηκε απλώς στους Ρωμαίους και μεταφράστηκε από εκείνους ως «humanitas» - συμπληρωματική μάλιστα έννοια της «Virtus», δηλαδή της «Αρετής» και ορίζεται ως καλή προαίρεση προς τους άλλους ανθρώπους. Εφευρέτης του πρωτότυπου όρου ήταν ο Παναίτιος ο Ρόδιος. Η πρωτότυπη, η ελληνική λέξη απόδοσης του όρου χάθηκε, δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς λέξη χρησιμοποιούσαν οι Μέσοι Στωικοί, στους οποίους και ανήκε ο Παναίτιος, γνωρίζουμε όμως ότι εκείνοι που όρισαν πρώτοι τον άνθρωπο ως αυταξία, ως αξία που υποστηρίζεται από μόνη της, ήσαν οι Έλληνες. Οι Στωϊκοί ιδιαίτερα, δίδαξαν ότι όλοι οι άνθρωποι, λόγω της κοινής φύσης τους, ως «κοινής νοεράς φύσεως μέτοχοι», πρέπει να είναι αντικείμενα της συμπάθειας, του ενδιαφέροντος και της φιλίας του κάθε πολιτισμένου ανθρώπου.


ΟΡΓΑΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Η δεύτερη διάσταση του Αρχαίου Κόσμου που μπορεί να προβληθεί δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής είναι κοινωνικο-προσωπικό. Πρόκειται για εκείνο που λέμε Οργανικότητα και είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτά που έχουμε σήμερα μάθει στις οικογένειές μας, στα σχολεία μας και στους τόπους απασχόλησής μας: ότι δήθεν είμαστε μοναχικά άτομα, μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, άνθρωποι εντελώς αποκομμένοι από κάθε φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, που προσπαθούν απεγνωσμένα να απαλλοτριώσουν δικαιώματα, ή λίγη χαρά, λίγη ελευθερία, λίγο χώρο -ο οποίος είναι ξένος ως προς εμάς και προσπαθούμε «να τον πάρουμε», ώστε στοιχειωδώς να λειτουργήσουμε. Είμαστε δηλαδή απομονωμένα, εξατομικευμένα και άρριζα όντα, που κινούμαστε σ’ ένα περιβάλλον που κυμαίνεται μεν από εχθρικό μέχρι φιλικό, αλλά ωστόσο πάντοτε ξένο προς εμάς – γιατί έτσι μας μάθανε να το αντιλαμβανόμαστε. Αυτός είναι ο τρόπος που προσλαμβάνουμε σήμερα τον κόσμο.
Τα άρριζα άτομα, δηλαδή τα αποκομμένα από το υπόλοιπο περιβάλλον, τα άτομα που δεν υπάρχει συνέχειά τους και δεν υπάρχει παρελθόν τους, αποκτούν υπόσταση από τη στιγμή που γεννήθηκαν και παύει η υπόστασή τους αυτή από τη στιγμή που θα πεθάνουν. Για να ριζωθεί στο μυαλό των ανθρώπων αυτή η αντίληψη, η οποία αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα σήμερα –εστιάζω πλέον σ’ αυτό– είναι γιατί λόγω της Θρησκείας που επικρατεί σήμερα πιστεύουμε, ή προσπαθούμε να πείσουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, ότι έχουμε ατομική ψυχή.
Οι άλλοι άνθρωποι όμως, εκείνοι που πίστευαν αλλά και σήμερα πιστεύουν ότι είμαστε όλοι μια συμπύκνωση ενέργειας και ύλης, κομμάτια του Όλου κλπ, κατέχουν μιαν έννοια που κανένα σχολείο και καμία οικογένεια του δικού μας κόσμου δεν ξέρει για να μας τη μεταβιβάσει: την Οργανικότητα. Η Οργανικότητα όμως, ως έννοια, ήταν για τους προγόνους μας κάτι το δεδομένο. Ο άνθρωπος δεν ήταν άτομο, άρριζο και μέσα σε εισαγωγικά «ελεύθερο» (υπό την έννοια της αρνητικής ελευθερίας, δηλαδή να μην ανήκει πουθενά και να μην έχει βάση πουθενά), αντίθετα ανήκε εκ γενετής σ’ ένα συγκεκριμένο «σώμα», πολιτικό θα μπορούσαμε να πούμε, που ήτανε η πόλη του. Το τμήμα της ήτανε το γένος του. Έξω από αυτό το γένος και έξω από αυτήν την πόλη, ο άνθρωπος δεν υπήρχε, δεν μπορούσε να σταθεί. Αν αποκοβόταν ή διωχνόταν από εκεί, ήταν τίποτε περισσότερο από ένας ζωντανός νεκρός.
Ο άνθρωπος έβλεπε τον εαυτό του να υπάρχει μόνο μέσω εκείνου του οργανικού πολιτικού συνόλου, της πόλης του. Και όριζε την ευδαιμονία του μέσω της ευδαιμονίας αυτής ακριβώς της πόλης. Ήταν ελεύθερος όχι επειδή μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, δηλαδή να δρα μέσα στην ασυδοσία - όπως ίσως σήμερα θα όριζε κάποιος την «ελευθερία». Ούτε βέβαια υπήρχε εκείνος ο χαζός έμμεσος ορισμός, ότι «η ελευθερία σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου» και τέτοια πράγματα. Ορισμός της ελευθερίας για τους προγόνους μας ήταν να υπακούς - σας ακούγεται παράξενο; - σε νόμους, οι οποίοι είναι αποτέλεσμα «ελευθέρων πολιτών ελευθέρας πόλεως». Ελευθερία ήταν το προνόμιο να υπακούς - σας ακούγεται παράξενο; - σε υγιείς πολιτικές καταστάσεις, δηλαδή σε μία συγκροτημένη Πολιτεία που να μπορεί να εγγυηθεί την τέλεια πολιτική σύνθεση αυτοδιάθεσης, ισονομίας, ευθύνης, ισηγορίας και παρρησίας.
Ακόμα και στην εξαιρετική θεολογία των Ελλήνων βλέπουμε ότι οι Θεοί, οι οποίοι είναι παντοδύναμοι και αυτοί έφτιαξαν τους νόμους του σύμπαντος, άπαξ και τους έφτιαξαν τους υπακούουν. Όπως και στην γήϊνη Πολιτεία, έτσι και στην ουράνια οι νόμοι (από το ρήμα «νέμω», δηλαδή αυτά που έχουν δοθεί ή απονεμηθεί κατ’ αναλογίαν) είναι πάνω από αυτούς, άπαξ και ψηφίστηκαν και τέθησαν σε ισχύ. Μπορούν να αλλάξουν, αλλά όσο είναι αναρτημένοι «στα ψηφίσματα», οι νόμοι δεν παραβιάζονται. Ο Σαρπηδών πεθαίνει την επόμενη ημέρα και ο Θεός Ζευς δεν μπορεί να τον σώσει. Δεν σώζει τον υιό του επειδή ακριβώς τηρεί τον νόμο, επειδή είναι Θεός κ
αι οφείλει να λειτουργεί ως τέτοιος.

ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!
Παρενθετικά, σ’ αυτό το σημείο, μια που μιλάμε για την ελευθερία, θα ήθελα να αναφερθώ στη Δημοκρατία, την οποία και αυτή εφηύραν οι πρόγονοί μας και την κατέθεσαν μάλιστα ως παρακαταθήκη στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Η Δημοκρατία ουσιαστικά επανεφευρέθηκε στους μεταχριστιανικούς αιώνες με τη Γαλλική Επανάσταση. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι έννοιες όπως «πατρίδα», «ελευθερία», «έθνος», «δημοκρατία», το 1750 λόγου χάρη δεν υπήρχαν καν στα μυαλά των ανθρώπων.
Η Δημοκρατία βασίζεται επάνω στο «κράτος» (εκ του «κρατώ», ήτοι κατέχω την δύναμη, κυβερνώ, κατευθύνω) - και όχι στην «αρχή» (οπότε θα είχαμε «δημαρχία») - του Δήμου, ο οποίος Δήμος είναι το σύνολο των ενεργών πολιτών. Άρα, για να υπάρξει Δημοκρατία πρέπει να υπάρξει Δήμος και για να υπάρξει Δήμος πρέπει να υπάρχουν ενεργοί πολίτες, και για να υπάρχουν ενεργοί πολίτες πρέπει να υπάρχει «Πόλις». Η «Πόλις» όμως δεν είναι κτίρια, δεν είναι «urbs», είναι μία πολύ συγκεκριμένη πολιτική οντότητα, εκείνη ακριβώς η οργανική διάσταση που έχει χαθεί σήμερα από την ανθρώπινη σύμπραξη και συμβίωση.
Όταν δεν έχουμε Πόλη, πώς έρχονται και μιλούν για Δημοκρατία αυτοί που μιλούν σήμερα γι’ αυτήν, κυρίως εκείνοι που τολμούν να μιλάνε στο όνομά της; Βέβαια, για να καλυφθεί αυτό το απέραντο κενό εφηύραν τα «δικαιώματα του ανθρώπου», τα «ατομικά δικαιώματα», που ναι μεν ακούγονται ωραία στο αυτί και μας έχουν εξασφαλίσει μεγάλα ποσοστά ελευθερίας, αλλά ουσιαστικά είναι μια παγίδα. Γιατί, ναι μεν μας δίνουν κάποιο ποσοστό ελευθερίας σήμερα, αλλά δεν είναι ζήτημα ατομικού προνομίου να είσαι ελεύθερος, να ευδαιμονείς, να μην σ’ ενοχλεί ο άλλος, να κινείσαι, να διαμορφώνεις… Δεν είναι θέμα ατομικής υπόθεσης αλλά συνολικής. Κανονικά θα έπρεπε να λέγονται «συνολικά δικαιώματα της ανθρωπότητας».
Αυτό που χάθηκε λοιπόν μέσα από τους αιώνες δεν είναι άλλο παρά η προαναφερθείσα Οργανικότητα. Η Δημοκρατία πρώτα από όλα είναι υποχρέωση. Υποχρέωση και ευθύνη προς το κάτω επίπεδο που είναι η ρίζα, και προς το επάνω που είναι η Πόλη. Γι’ αυτό οι πρόγονοί μας είχαν πολύ αυστηρές ποινές απέναντι σ’ εκείνους που διέστρεφαν ή εξέτρεπαν την Δημοκρατία. Σήμερα, ποιοι λένε ότι έχουμε Δημοκρατία; Μα, φυσικά, οι κρατούντες! Εμείς πάντως που δεν είμαστε κρατούντες, έχουμε κάθε δικαίωμα να λέμε ότι δεν έχουμε Δημοκρατία. Εκείνους που ενοχλούνται τους παραπέμπουμε στον Θουκυδίδη και στις από αυτόν οριζόμενες βασικές πολιτικές εξουσίες κάθε ελεύθερου Δήμου, δηλαδή να είναι αυτόνομος (που πάει να πει να καθορίζει ο ίδιος τους θεσμούς και τους νόμους του), αυτόδικος (να εκδικάζει τις υποθέσεις του με τα δικά του δικαστήρια) και αυτοτελής (να διαχειρίζεται ο ίδιος τα θέματα της πολιτικής ζ
ωής).

Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΙΕΡΟ


Πάμε τώρα στην τρίτη διάσταση του Αρχαίου Κόσμου που μπορεί να προβληθεί δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής. Εδώ υπάρχει πραγματικά μεγάλο κενό, γιατί στις ημέρες μας έχουμε χάσει πλήρως την έννοια της ιερότητας. Εκτός δηλαδή από την Οργανικότητα, έχουμε χάσει και την ιερότητα. Δεν έχουμε καμία πρόσβαση σε αυτήν.
Ας δούμε όμως πρώτα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, τι είναι «ιερό». Η λέξη αρχίζει με ένα γιώτα (ι) που δασύνεται. Η δάσυνση του γιώτα οφείλεται στο ότι η ρίζα της λέξης είναι το «γερόν». Και ιερόν είναι όντως ό,τι είναι γερόν, αφού γερόν είναι ό,τι συνάδει και καταφάσκει δυναμικά τους νόμους της Φύσης. Δηλαδή «ιερόν» είναι μόνον ό,τι είναι σύμφωνο με τους φυσικούς νόμους, και καταφάσκει στη ζωή.
Ιερό δεν μπορεί να είναι κάτι το οποίο με τον οποιονδήποτε τρόπο εκφράζει άρνηση της ζωής. Ιερό δεν μπορεί να είναι ένα νεκρό σώμα, ούτε ένα νεκρό δέντρο. Ιερός δεν μπορεί επίσης να είναι ο θάνατος, αφού ο τελευταίος υπάρχει μόνο κατά παρακολούθηση του φαινομένου της ζωής. Ο θάνατος από μόνος του δεν είναι ιερός, όπως δεν μπορεί να είναι ιερή η αποσύνθεση.
Για τους προγόνους μας, η Φύση ήταν ιερή σε κάθε εκδήλωσή της, με διαφορετικούς ίσως βαθμούς ιερότητας, πάντως ολόκληρη η Φύση. Επειδή ακριβώς είναι Φύση, υπάγεται στους φυσικούς νόμους και γεννάει ζωή (ετυμολογείται άλλωστε εκ του ρήματος «φύω», δηλαδή αναπτύσσω, γεννώ, παράγω). Η αντίληψη μιας κενής από ιερό Φύσης οδηγεί, μεταξύ άλλων, στο τρομακτικό αποτέλεσμα του άδειου ναού. Ο ναός πρέπει να είναι γεμάτος από εικόνες, λουλούδια, αφιερώματα, μυρωδιές, μία φύση σε οργασμό, μία παλλόμενη πραγματικότητα. Οι ναοί αυτών που θεώρησαν άδεια τη Φύση είναι άδεια κουτιά και αυτό είναι η λογική κατάληξη μίας ολόκληρης συμπεριφοράς απέναντι στην Φύση. Αν ο άνθρωπος έχει μάθει να τα βλέπει όλα αυτά κενά από ιερότητα, τότε μιλάμε για μιαν άλλη συμπεριφορά απέναντι στα πράγματα. Όταν από την άλλη τα χρίσουμε ιερά, τότε ομοίως μιλάμε για μία αντίθεση στάση.


ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ


Φτάνω τώρα στην τέταρτη διάσταση του Αρχαίου Κόσμου που μπορεί να προβληθεί δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής και αφορά την προσωπική σφαίρα, αφού έχει να κάνει με μία κοσμοθέαση αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Στις δικές μας ημέρες, για κάποιον λόγο πολύ συγκεκριμένο η κυρίαρχη κατάσταση έχει βαλθεί να μπολιάζει στον άνθρωπο την αίσθηση μιας υποτιθέμενης ασήμαντότητάς του. Για να σε ελέγξω δηλαδή, σε κατεβάζω πολύ χαμηλά, ώστε εσύ, με πλήρη συνείδηση της υποτιθέμενης ασημαντότητάς σου, να μην μπορείς να ζητήσει και να διεκδικήσεις πολλά πράγματα.
Υπάρχει στον μεταχριστιανικό κόσμο μία ογκώδης σύγχυση, διόλου τυχαία, αντίθετα θα έλεγα σκόπιμη και μεθοδευμένη, μεταξύ της έννοιας της «σεμνότητας» –που για τους προγόνους μας είναι μία από τις αρετές– και της «ταπεινότητας». Συγχέει ο σύγχρονος άνθρωπος τον σεμνό άνθρωπο με τον ταπεινό. Δηλαδή ένας άνθρωπος που τολμάει να πει «εγώ είμαι άξιος μουσικός», γιατί όντως είναι, κινδυνεύει να κατηγορηθεί ότι έχει δήθεν «καβαλήσει το καλάμι», ότι είναι αλαζόνας, κ.ο.κ.
Ο άνθρωπος οφείλει να έχει πρωτίστως το γνώθι σαυτόν, και σε αυτό καμμία φιλοσοφική συνταγή δεν λέει ότι πρέπει να κοιτάζει προς τα κάτω. Το γνώθι σαυτόν δεν σημαίνει αντίληψη μηδενικού ή σκλάβου. Είναι αλαζόνας κάποιος μόνον όταν προσπαθεί «να φανεί» σε πράγματα που δεν είναι σημαντικός. Αυτή η επιβεβλημένη ταπεινότητα είναι εκείνη που δημιουργεί, πέρα από έναν υποκριτικό κόσμο, και έναν άτακτο κόσμο ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν μάθει να σέβονται τις ιεραρχήσεις, γιατί πρωτίστως δεν έχουν μάθει να σέβονται τους εαυτούς τους. Όταν όλα αξίζουν όλα, τότε τίποτε δεν αξίζει τίποτε. Πού είναι η διάκριση; Πού είναι η αξία; Ποια η έννοια της Δικαιοσύνης (που διόλου τυχαία ετυμολογείται από το ρήμα «δείκνυμι», δηλαδή φέρω στο φως, επιδεικνύω, φανερώνω); Ο καθένας έχει ευθύνη γι’ αυτό που είναι. Πρέπει να ξέρουμε ανά πάσα στιγμή τι κοστίζουμε, ποιοι είμαστε, σε ποιο ύψος είμαστε στον κάθε τομέα. Πρέπει να έχουμε πλήρη ευθύνη τόσο για το κάθε όσο και για το εκάστοτε επίπεδό μας.


ΑΡΕΤΕΣ, ΠΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΥΔΑΙΟΤΗΤΕΣ


Οι πρόγονοί μας, εκτός από όλα τα άλλα, είχαν εφεύρει και την έννοια «Αρετή». Τι είναι Αρετή; Είναι τα θεία μεγέθη, τα χαρακτηριστικά που έχουν οι Θεοί, όταν αυτά κατεβαίνουν στο ανθρώπινο επίπεδο, για αυτό άλλωστε και η λέξη ετυμολογείται από το «αραρίσκω», δηλαδή αρμόζω, ταιριάζω. Για παράδειγμα, συλλαμβάνεις ως φιλόσοφος ότι στο Σύμπαν υπάρχει κάτι που λέγεται Δικαιοσύνη. Όταν αυτό κατέλθει στα ανθρώπινα πράγματα, τότε απλώς έχεις να κάνεις με την ανθρώπινη Δικαιοσύνη. Όχι με το ευκαιριακό και ελαστικό «δίκαιο» των δικαστηρίων και των δικαστών, αλλά με την άκαμπτη Δικαιοσύνη που αποτελεί Αρετή. Αυτή η ακαμψία της άλλωστε, αλλά και η δυνατότητά της να επιδέχεται λογικού ορισμού, είναι που κάνει την Αρετή διδακτή και μη απωλεστέα άπαξ και κατακτηθεί.
Σήμερα η Αρετή, σε κάθε μορφή της, έχει χαθεί και το κενό έχει καλυφθεί με κατακλυσμό συναισθήματος. Έχετε παρατηρήσει πώς δουλεύουν όλοι αυτοί που ενδιαφέρονται πολύ να μας ελέγξουν; Πολιτικοί, παπάδες, διαφημιστές και κάθε άλλος όμοιός τους δουλεύει κυρίως με το συναίσθημα. Όλοι αυτοί αναφέρονται σε συναισθήματα, ποτέ σε Αρετές. Η αγάπη, το μίσος, η ζήλεια, κ.ο.κ. είναι συναισθήματα, άτακτες ροές της ανθρώπινης ψυχής, φυσικά μη λογικές και άρα ασταθείς. Για να γίνω πιο κατανοητός, αγαπάω σήμερα κάποιον και μετά μού ξινίζει και τον μισώ. Είναι ένα ασταθές συναίσθημα η αγάπη, όπως άλλωστε είναι και το αντίθετό της. Όταν όμως έχω Φιλότητα, ή Ευσυναλλαξία, ή Χρηστότητα απέναντι στον συνάνθρωπο, τότε θα είμαι άτιμος απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό, εάν θα αρχίζω ξαφνικά να λειτουργώ αντίθετα απέναντί του. Οι σύγχρονοι εξουσιαστές τι κάνουν; Υπερτονίζουν το συναίσθημα, κάνουν τον άνθρωπο υπερσυναισθηματικό, τού πατάνε κουμπιά με την προπαγάνδα και τον ελέγχουν απόλυτα. Αν όμως υπήρχε μία προβολή του αρχαίου κόσμου στις μέρες μας και είχαμε μάθει να κινούμαστε βάσει του δικού τους συστήματος, του συστήματος των Αρετών, τα κουμπιά αυτά θα ήταν νεκρά, δεν θα ανταποκρίνονταν σε τίποτε.
Το σύστημα των Αρετών είναι ακλόνητο και διαχρονικό σύστημα, είναι κώδικας. Να λοιπόν άλλη μία εκκρεμότητα που πρέπει να απασχολήσει όσους θέλουν να προβάλλουν το ελληνικό πνεύμα στο τώρα. Μιλάνε πολλοί σήμερα για «κρίση αξιών», αλλά κανείς δεν μπορεί να απαριθμήσει τις αξίες που υποτίθεται ότι έχει αυτός ο σημερινός κόσμος. Ένας κόσμος γεμάτος από «αξύνετους» ανθρώπους, όπως θα τους περιέγραφε ο Ηράκλειτος (εννοώντας εκείνους που δεν διδάσκονται τίποτε από την καθημερινή τους εμπειρία και δεν συλλαμβάνουν τα νοήματα των πραγμάτων, ζώντας ουσιαστικά σε βαθύ λήθαργο και σε μία ψεύτικη πραγματικότητα).
Εν κατακλείδι, η διαχρονική σύγκρουση στους κόλπους της ανθρωπότητας δεν είναι παρά η σύγκρουση μεταξύ ποιοτικών και χυδαίων ανθρώπων. Προφανώς, οι τέσσερις διαστάσεις του Αρχαίου Κόσμου που ήδη εξετάσαμε ως ικανές να προβληθούν δυναμικά στο παρόν της δικής μας ζωής, μπορούν να κερδίσουν μία ακόμα μάχη για λογαριασμό των πρώτων.


Σημ: Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τμήμα διάλεξης του Βλάση Ρασσιά, που δόθηκε προ μηνών στην Λευκωσία, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ομίλου Φίλων Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού «Έλευσις».


Πηγή: http://www.rassias.gr/

ΜΙΑ ΚΟΣΜΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ..

Η μοίρα θέλησε να γεννηθώ «πολίτης» (στην ουσία «υπήκοος», υπακούων) ενός κράτους που μοιάζει να κατανόησε μέσες – άκρες τι περίπου είναι η Δημοκρατία μόλις πριν από 2 – 3 δεκαετίες, ενός κράτους που ποτέ του δεν γνώρισε Διαφωτισμό και ποτέ του δεν γνώρισε την πραγματική Παιδεία. Η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αυτού του κράτους ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να γέρνει σε ένδειξη υποταγής τον αυχένα μπροστά σε χρυσοστόλιστες φιγούρες αλαζονικών θεοκρατών, θρησκόληπτοι υπουργοί και βουλευτές καταθέτουν την υποτιθέμενη «βούλησή» τους σε ιδιόρρυθμους και ανέραστους «πνευματικούς», ενώ ένα τεράστιο ποσοστό του πλούτου της πατρίδας μου εξακολουθεί να κατέχεται παράνομα από τους θεοκράτες, προϊόν καταπατήσεων και απροκάλυπτης συνεργασίας με παλαιούς κατακτητές, δίχως κανείς πολιτικός να τολμά να κάνει νύξη έστω για την (κανονικά αυτονόητη) δήμευσή του.

Μου επεφύλαξε επίσης η μοίρα την δυσάρεστη εμπειρία να αποτελώ ακούσιο μέλος μίας θεοκρατικής κοινωνίας, ξέχειλης από φανατισμό, δεισιδαιμονία και καθυστέρηση, μίας φοβικής, υποκριτικής και εσωστρεφούς κοινωνίας που έχει κουρδιστεί να μισεί κάθε διαφορετικότητα και φυσικά δεν εγείρει την ελάχιστη έστω ένσταση σε εκείνους (και δεν είναι και λίγοι!) που προπαγανδίζουν ανοικτά την επιστροφή στην σκοτεινή εποχή της βυζαντινής σηπεδόνας. Δούλοι της άγνοιας και της θεοφοβίας, οι περισσότεροι Νεοέλληνες, όλων μάλιστα των πολιτικών αποχρώσεων, όχι απλώς ανέχονται αλλά και υποστηρίζουν κι από πάνω εκείνους, των οποίων η επί αιώνες επίσημη πολιτική θέση ήταν (και κρυφίως εξακολουθεί να είναι!) το ότι δήθεν η Δημοκρατία αποτελεί… «civitas diaboli» («πολίτευμα του Διαβόλου»).
Η ίδια μοίρα ωστόσο με προίκισε με την διάθεση για αντίσταση ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας και ενάντια σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό.

Η τύχη να συμπέσει η βιολογική ενηλικίωσή μου με τα τελευταία χρόνια της συναρπαστικής και «όλως ενηλικιωτικής» δεκαετίας του 70, μου επέτρεψε να αγωνιστώ από πολύ νωρίς ενάντια στα παραπάνω, αλλά και να μπορέσω αργότερα να αποκτήσω αρκετά ευρεία και ολιστική ματιά, ώστε να εντάξω σε αυτόν τον αγώνα πράγματα που αρχικά έμοιαζαν (αλλά καθόλου μα καθόλου δεν ήσαν!) ξένα μεταξύ τους.
Από το 1990 δηλώνω Έλληνας στην κοσμοαντίληψη και το έθος ή «Έλληνας Εθνικός», αν και κανονικά θα αρκούσε ο όρος «Έλληνας» για να δηλώσει αυτά που είναι να δηλωθούν, εάν δεν είχε ατυχήσει ο όρος να εκπέσει σε υπηκοότητα ενός κράτους που έχει επιλέξει καπηλευτικά να αυταποκαλείται «Ελληνικό».

Τιμώ έμπρακτα τα όσα τιμούσαν οι πρόγονοί μου πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού, ακολουθώ το αξιακό τους σύστημα και υπηρετώ τις πολιτικές αρετές που εκείνοι ανέδειξαν, με πρώτη όλων την Δικαιοσύνη.
Εν περιλήψει, δέχομαι τον Κόσμο («στολίδι» κατά τους προγόνους μου) ως την μία, αιώνια, άκτιστη και αυτοθεσμιζόμενη πραγματικότητα, που δεν την δημιούργησε κανένα εξωτερικό της αίτιο (πόσο μάλλον… πρόσωπο - Θεός).
Δέχομαι τους Θεούς ως εσωκόσμιες και μη προσωπικές ταξιθετικές οντότητες, δέχομαι την υποχρεωτική πολυμορφία και πλήθυνση, με λίγα λόγια την Δημοκρατία στους Ουρανούς, καθώς και τον Ορθό Λόγο ως βασικό συστατικό της Ουσίας του σύμπαντος.

Δέχομαι την ύπαρξη εκείνου που μπορεί να λεχθεί «Κακό» μόνο «κατά παρακολούθηση» του Αγαθού και ποτέ αυτόνομα, δεν αναγνωρίζω δυϊστικές υποτιθέμενες αντιμαχίες «καλών θεών» και «διαβόλων», δεν αποδέχομαι κανενός είδους δαιμονοποίηση της γνώσης, της ελευθερίας ή του ερωτισμού.
Δέχομαι τον άνθρωπο ως ένα έλλογο και πολιτικό ον, ικανό για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο αναλόγως του βαθμού Αρετής που αυτό κατέχει και το οποίο οφείλει να είναι συμφιλιωμένο με κάθε τι το ανθρώπινο και, κυρίως, με την πεποίθηση ότι δεν βαρύνεται από κανένα απολύτως κληρονομημένο «αμάρτημα».

Δέχομαι την θρησκευτική εκδήλωση όχι ως απελπισμένη κίνηση για υποτιθέμενη σωτηρία επίσης υποτιθέμενων ατομικών ψυχών, αλλά ως εκδήλωση που συνέχει την κοινότητα (την «πόλη» στην αρχαιότητα) και αποτελεί την αυτονόητη ευχαριστία των θνητών προς τους αθάνατους για το δώρο της ζωής. Την δέχομαι επίσης όχι ως διαχωρισμένη από τις λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις και, φυσικά, ανεξάρτητη από αυτοδηλωμένους επαγγελματίες «εκπροσώπους» (!) του θεϊκού στοιχείου επί της γης.

Δέχομαι την πολυμορφία όχι μόνο των βιολογικών μορφών, αλλά και των μορφών κουλτούρας, πολιτισμού και, φυσικά, θρησκευτικής έκφρασης και φιλοσοφικής αναζήτησης και θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του ψυχικά υγιούς ανθρώπου τον διαρκή πόλεμο ενάντια σε ό,τι απειλεί να καταργήσει αυτή την πολυμορφία.

Τιμώ τέλος ως ιερό (δασυνόμενο, εκ του «γερόν») μόνον ό,τι καταφάσκει και ενισχύει το φαινόμενο της ζωής και κατ’ επέκταση θεωρώ ανίερη κάθε μορφή θανατολαγνείας ή λειψανολατρίας.

Τα πιο πάνω αποτελούν σήμερα κοινή πεποίθηση μερικών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών μου, που επιτέλους βρήκαν το θάρρος να την δημοσιοποιήσουν (αν και όχι δίχως κόστος), ενώ, από ό,τι τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα, πολλοί περισσότεροι θα βρούνε το ίδιο αυτό θάρρος στο άμεσο μέλλον. Και τότε, πάρα πολλά πράγματα θα αλλάξουν σε αυτόν τον ένδοξο αλλά χιλιορημαγμένο τόπο. Τον τόπο που κάποτε εφηύρε τον Άνθρωπο και την Δημοκρατία, αλλά σήμερα δυναστεύεται ακόμα, όπως ακριβώς και στο σκοτεινό Βυζάντιο, από τα ακριβώς αντίθετά τους.

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή», στις 18 Μαρτίου 2007)

Πηγή:
www.rassias.gr

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΘΕΩΝ

1. Η ανάγκη για εξηγήσεις και ορισμούς

Όποιος ασχολείται με τα σχετικά πράγματα, ευκόλως αντιλαμβάνεται ότι τόσο εκείνοι που εχθρεύονται την Εθνική Ελληνική Θρησκεία, όσο και κάποιοι άλλοι, που δεν αποτελούν αλλ’ απλώς παριστάνουν ότι τάχα αποτελούν ενεργό τμήμα της, αποφεύγουν συστηματικώς να εξηγήσουν τι είναι τέλος πάντων εκείνο που αντιστοίχως αντιμάχονται ή τάχα τιμούν. Με λίγα λόγια, να εξηγήσουν τι είναι οι Θεοί. Αυτή η αποφυγή βεβαίως ερμηνεύεται και λογικώς και ευκόλως, αφού κανείς από τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες ανθρώπων δεν αγαπά ιδιαιτέρως την σαφήνεια, η οποία με την σειρά της, αγαπά ως γνωστόν μόνον τους ειλικρινείς και καλών προθέσεων ανθρώπους.

Προτού μιλήσουμε εμείς λοιπόν εδώ για την φύση των Θεών, την φύση των Θεών μας, θα ήταν πρέπον να γίνει μία μικρή αναφορά στα όσα εισαγωγικά παραθέτει ο θεολόγος – φιλόσοφος Σαλλούστιος στο γνωστό έργο του «Περί των Θεών και του Κόσμου». Γράφει λοιπόν ο Σαλλούστιος: «όσοι επιθυμούν να διδαχθούν για τους Θεούς πρέπει από της παιδικής τους ηλικίας να έχουν διαπαιδαγωγηθεί καλώς και να μην έχουν ανατραφεί με ανόητες δοξασίες. Πρέπει επίσης να έχουν φύση καλή και λογική συγκρότηση, προκειμένου ανάλογα να κατανοήσουν και την διδαχή. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουν αυτοί και τις κοινές έννοιες. Κοινές δε έννοιες είναι εκείνες τις οποίες ομολογούν όλοι οι άνθρωποι όταν ερωτηθούν με τον σωστό τρόπο».

Είναι σαφές ότι από τις πιο πάνω προϋποθέσεις ελάχιστες ισχύουν στις ημέρες μας, που οι άνθρωποι και δεισιδαιμονική διαπαιδαγώγηση έχουν υποστεί, και καλή σχέση με την λογικότητα δεν πολυέχουν, καθώς και ελάχιστη πρόσβαση διαθέτουν στις κοινές έννοιες των προγόνων μας Ελλήνων. Γι’ αυτό και θα απαιτηθεί από εμάς μεγαλύτερος κόπος για να κάνουμε κατανοητή την φύση των Θεών, πράγμα που ελπίζουμε να συγχωρέσει ο καλής τουλάχιστον προαιρέσεως αναγνώστης.

2. Ένας εισαγωγικός ορισμός.

Αν θα έπρεπε να δοθεί ένας πρώτος, εισαγωγικός ορισμός των Θεών, αυτός θα ήταν ότι «Θεοί» ονομάζονται κάποια τέλεια και ταξιθετικά όντα που κατέχουν την Αθανασία και την Γνώση (παρουσιάζει μάλιστα ενδιαφέρον το να σημειώσουμε εδώ πως η Ιουδαϊκή Μυθολογία, σε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον σημείο της, το 3. 22 της «Γενέσεως», εκεί που αναφέρεται στο παραμύθι περί των λεγομένων «πρωτόπλαστων της Εδέμ», ομολογεί σαφώς, υποτίθεται δια στόματος του Εθνικού της «Θεού» Ιαχωβά, το αυτό ακριβώς πράγμα, ότι δηλαδή η θεϊκή φύση δομείται από Αθανασία και Γνώση). Οι Θεοί, περιρρέουν / διαρρέουν απροσκόπτως όλον τον υλικό κόσμο και επιδρούν επάνω του, συμμετέχουν στην αειγενεσία, δηλαδή στην συνεχή σύνθεση και αποσύνθεση των μορφών, δεν εμπλέκονται σε ζώνες δράσεως άλλων Θεών και υπόκεινται στη νομοτέλεια του φυσικού κόσμου και υπηρετούν τους Νόμους του. Οι Θεοί δρουν ανελλιπώς και φυσικά δεν «αποσύρονται», δεν «συνενώνονται σε ένα πρόσωπο», δεν «αντικαθίστανται», δεν «παύουν να υπάρχουν», δεν «νικώνται», σύμφωνα με τις ορέξεις ή τις προσδοκίες ασεβών θνητών ή οργανωμένων συστημάτων ασεβείας.

3. Όντα και όχι πρόσωπα.

Μιλήσαμε ήδη για «όντα» και δη στον πληθυντικό αριθμό. Για το τελευταίο, θα υπενθυμίσουμε εδώ απλώς ότι οι προσδιορισμοί «Έν» και «Μονάς» έχουν συγκριτική μόνον αριθμητική υπόσταση και προϋποθέτουν την υποχρεωτική ύπαρξη πλήθους. Τα πάντα είναι «πεπληθυσμένον Έν», μέσα σε αυτά τα πάντα όμως, ένα αυτοτελές «Έν» δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ.
Επιστρέφοντας στον όρο «όντα» που ήδη χρησιμοποιήσαμε, θα τονίσουμε ιδιαιτέρως κάποια ακόμη πράγματα, ώστε ν’ αποφύγουμε να κατρακυλήσει ο προγραμματισμένος νους μας σε σύγχρονα περιοριστικά και αφύσικα καλούπια που εμποδίζουν την κατανόηση αυτού που όντως υπάρχει. Θα μπορούσαμε βεβαίως να κάνουμε λόγο για «δυνάμεις», γιατί αυτό είναι οι Θεοί, το λέει άλλωστε σαφώς και ο Σαλλούστιος όταν σημειώνει πως «οι Θεοί δεν συνίστανται από σώματα διότι οι δυνάμεις είναι ασώματες», αλλά ο όρος δυστυχώς στον σύγχρονο εγκέφαλο σηματοδοτεί αυτό που γνωρίζουμε ως «φυσικές δυνάμεις», όπως λ.χ. η βαρύτητα και τα ανάλογα σχετικά, οπότε ο όρος σαφώς δεν μεταδίδει ορθώς εκείνο που όντως είναι η Θεοί.


Θα επιμείνουμε λοιπόν στον όρο «όντα», μετοχή ενεστώτος του ρήματος «ειμί» (δηλαδή είμαι, υπάρχω), πρωτίστως όμως, θα τονίσουμε ότι οι Θεοί δεν είναι «πρόσωπα», όπως οι ιουδαιογενείς Θρησκείες αντιλαμβάνονται τον υποτιθέμενο «Έναν» «Θεό» τους, και αυτό διότι κάθε «πρόσωπο» (ρωμαϊστί «Persona»), είναι αξιωματικώς μικρότερο του όντως Όντος και υποχρεωτικώς «δρά», αντί απλώς να «είναι», εγγυώμενο λ.χ. στην περίπτωση των Θεών, την συνοχή και ευταξία ενός συστήματος που εδράζει στην ύπαρξή τους.

Επιπροσθέτως, η ύπαρξη «ωπός» (όψεως) προϋποθέτει «όριο» (εξωτερικό δηλαδή «φλοιό» ασχέτως βαθμού υλικότητος) ενός υποχρεωτικώς επιμέρους όντος, καθώς και αλλότριο εξωτερικό χώρο για τη στάση άλλων εξωτερικών του επιμέρους όντων και τη θέαση του ως «Όψη» (ρωμαϊστί «Vultus»), πράγμα βεβαίως άτοπο, αφού καθιστά τον Θεό μη άπειρο και μη πανταχού παρόντα. Ενώ οι αντιφατικοί θεολόγοι των ιουδαιογενών Θρησκειών υποχρεώνονται να θέσουν παραλόγως τον τάχα προσωπικό «Θεό» τους εκτός του εκδηλωθέντος Κόσμου, σε εμάς τους Εθνικούς, εξαιτίας ακριβώς αυτού του σαφούς απροσώπου τους, οι Θεοί μπορούν και διαχέονται στο όλον του όντως Όντος, καθώς φυσικά και ο ένας στον άλλον, δίχως όμως να επηρεάζει αυτό την ιδιαιτέρα φύση ενός εκάστου.

Θα επανέλθουμε λοιπόν στον Σαλλούστιο, και συγκεκριμένα στο σημείο που αναφερόμενος στους Δώδεκα Θεούς του θεϊκού πλήθους σημειώνει πώς «..ενώ αυτοί οι δώδεκα κατά κάποιον τρόπο κατέχουν τον Κόσμο, θεωρούμε ότι και άλλοι Θεοί εμπεριέχονται σε αυτούς. Ο Διόνυσος στον Δία για παράδειγμα, ο Ασκληπιός στον Απόλλωνα και οι Χάριτες στην Αφροδίτη». Συνοψίζοντας, θα τονίζαμε λοιπόν ότι οι τέλειοι, αγαθοί, αθάνατοι, δίκαιοι, πάνσοφοι, αιώνιοι Θεοί, είναι επίσης και απρόσωποι, άνευ γένους, αμετάβλητοι, άπειροι, συνεκτικοί, αϋλοι αλλά και διϋλικοί.


4. Το ανεπηρέαστο των Θεών.

Γίνεται σαφές με όλα αυτά (τα οποία ακυρώνουν βεβαίως και τις πονηρές θεωρίες που προωθούν μανιωδώς τον τελευταίο ενάμιση αιώνα διάφοροι θεοσοφικοί κύκλοι πως οι Θεοί είναι τάχα... αποθεωθείσες ψυχές θνητών !) ότι οι ξεκάθαρα μη προσωπικοί Θεοί είναι μέσα στον χώρο και τον χρόνο αλλά εντελώς ανεπηρέαστοι από αυτούς. Δεν περιέχονται και, κυρίως, δεν αναλίσκονται από τίποτε, όπως λ.χ. τα φθαρτά πράγματα από τον χρόνο, γι’ αυτό άλλωστε και αποκαλούνται ορθώς «Αθάνατοι» και «Άμβροτοι». Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεν έχουν, όπως προαναφέραμε, φύλο, ούτε κάποιο άλλο χαρακτηριστικό των θνητών πλασμάτων. Κανείς Θεός δεν μπορεί ποτέ να διαχωρισθεί από την Πρώτη Αιτία. Το αυτό υποστηρίζει και ο Σαλλούστιος που επί λέξει γράφει ότι «κάθε Θεός είναι αγαθός, δίχως πάθη, και δεν υφίσταται μεταβολές. Είναι αδημιούργητος, και δεν περιέχεται σε σώμα ή στον (τρισδιάστατο) χώρο, δεν διαχωρίζεται δε από την Πρώτη Αιτία ούτε από τους άλλους Θεούς (όπως και οι Νοήσεις δεν διαχωρίζονται από τον Νού)».

5. Μία πολύ χρήσιμη σύνοψη.

Την τελειοτέρα έως σήμερα εξήγηση της φύσεως των Θεών έχω διαβάσει σε ένα, τρόπον τινά, πολυθεϊστκό «Σύμβολο της Πίστεως» που διετύπωσε πριν από αρκετά χρόνια, το 1991, η διεύθυνση του περιοδικού «Scroll οf Oplontis», που τώρα δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Αναδημοσιεύω:
«Υπάρχουν πολλοί Θεοί και Θεές. Είναι οι ανώτατες και ισχυρότατες όλων των υπάρξεων. Είναι πάνσοφες και δίκαιες. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αθάνατοι και άξιοι κάθε σεβασμού και τιμής.
Οι Θεοί έχουν πολλές μορφές και μπορούν να επιφαίνονται με πολλούς τρόπους. Είναι τόσο έμφυτοι όσο και ένδημοι. Είναι παρόντες στα στοιχεία και τις μορφές της Υπάρξεως. Εκδηλώνονται μέσα από τις φυσικές δυνάμεις, ως ύλη και ενέργεια, αλλά είναι συνάμα και ανώτατες οντότητες που δεν δεσμεύονται από καμμία υλική μορφή. Μπορούν ωστόσο να εμφανούν μέσα από ανθρώπινες ή άλλες υπάρξεις, όπως λ.χ. ζώα ή φυτά, ή μέσα από υλικά αντικείμενα. Δεν υπάρχουν ζωϊκά ή μορφικά όρια για τους Θεούς και τις Θεές. Είναι ό,τι επιθυμούν να είναι.


Το Θείον είναι πολύμορφο και πολύτροπο, τόσο από πλευράς εμφανίσεως όσο και από πλευράς πραγματικότητος. Κανένας μοναδικός Θεός ή Θεά δεν κρύβεται πίσω από την πολλαπλότητα των θείων μορφών. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αντικειμενικά υπαρκτές οντότητες των οποίων η ύπαρξη δεν εξαρτάται από τις πεποιθήσεις ή τις πράξεις κατωτέρων όντων. Δεν είναι αρχέτυπα. Δεν είναι φανταστικά σύμβολα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ή της ανθρωπίνης διανοίας. Ούτε είναι αλληγορικές αναπαραστάσεις φυσικών συμβάντων και διαδικασιών.

Οι Θεοί και οι Θεές είναι πραγματικοί. Υπάρχουν. Η σοφία και η δύναμή τους δίνουν μορφή σε αυτό το Σύμπαν, σε αυτή την συγκεκριμένη μορφή του Κόσμου. Η ομορφιά και η χάρις τους θα διαρκέσουν αιώνια.
Οι Θεοί και οι Θεές είναι ελεύθερες και ανεξάρτητες υπάρξεις. Είναι όλοι τους εξίσου θείοι. Δεν εξουσιάζονται από καμμία άλλη οντότητα ή δύναμη.
Οι Θεοί και οι Θεές χαίρονται όταν κατώτερα όντα ΕΛΕΥΘΕΡΑ αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους και τους απονέμουν σεβασμό και τιμές. Δεν έχουν ωστόσο ανάγκη αυτής της αναγνωρίσεως, ούτε την επιζητούν. Οι παντοδύναμοι Θεοί και Θεές δεν χρειάζονται τίποτε. Απλώς σχηματίζουν ό,τι επιθυμούν».


6. Μία ωφέλιμη ετυμολόγηση.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, και καθώς όντως η αρχή της σοφίας είναι η καλή μελέτη των ονομάτων όπως ετόνιζε ο Αντισθένης, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο όρος «Θεός», στην πραγματικότητα είναι επίθετο, χρήσιμο στο να προσδιορίζει το κάθε όν που έχει τα παραπάνω, κυρίως ταξιθετικά, χαρακτηριστικά. Ως προς την ρίζα του όρου, ο Ηρόδοτος (2. 52) λέει ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι διότι συνέθεσαν τα φυσικά πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο: «έθυον δε πάντα πρότερον οι Πελασγοί θεοίσι επευχόμενοι, ως εγώ εν Δωδώνηι οίδα ακούσας, επωνυμίην δε ουδ’ ούνομα εποιεύντο ουδενί αυτών, ου γαρ ακηκόεσάν κω. Θεούς δε προσωνόμασαν σφέας από του τοιούτου ότι κόσμωι θέντες τα πάντα πράγματα και πάσας νομάς είχον», ενώ και ο στωϊκός θεολόγος Κορνούτος περιγράφει τους Θεούς στο σημαντικότατο βιβλίο του «Επιδρομή των κατά την Ελληνικήν Θεολογίαν Παραδεδομένων», με τα λόγια «θετήρες και ποιηταί των γινομένων».

Η ετυμολόγηση εκ του «θέειν» που επιχειρεί ο Πλάτων στον «Κρατύλο» (397 δ), με παράδειγμα τον Ήλιο και την Σελήνη, είναι πολύ στενή και άρα σαφώς ασθενούς εγκυρότητος, αφού είναι μόνον εξυπηρετητική της γνωστής θεωρήσεως των ουρανίων σωμάτων ως «Θεών» από όλη την πυθαγορο-πλατωνική φιλοσοφική γραμμή (με την επιπρόσθετο μάλιστα πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του Αριθμού ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), καθώς επίσης και από τον Αριστοτέλη στα πρώτα του έργα, και φυσικά από τους Νεοπλατωνικούς και τους Νεοπυθαγορείους. Αυτή η πλατωνική ετυμολόγηση θ’ αφορούσε καλύτερα την Τιτανίδα Θεία, που εκφράζει τον «ρόλο» της Κινήσεως μέσα στον εκδηλωμένο Κόσμο.

7. «Δια ταύτα...»

Με τα όσα ήδη αναφέραμε, έχει γίνει ελπίζουμε επαρκώς κατανοητό το τι είναι οι απολύτως υπαρκτοί Θεοί του Πολυθεϊσμού, όσο τουλάχιστον είναι απολύτως υπαρκτή και αυτή η ίδια η φυσική και αντικειμενική πραγματικότης, καθώς και το γιατί είναι έγκυρα όλα τα Εθνικά Πάνθεα και υπάρχουν όντως όλοι οι Θεοί στους οποίους από τα βάθη της Ιστορίας έστρεψαν τις επικλήσεις τους τα πολλά και ωραία τμήματα της πάλαι ποτέ πλουσίας και υγιούς Εθνόσφαιρας του πλανήτη Γή. Από αυτό το θείο ρέον εντός ρευστού που πληροί την «έδρα» των Θεών, τον πανταχού παρόντα αλλά σε αείποτε ανώτατο επίπεδο «Όλυμπο», ο κάθε άνθρωπος, η κάθε φυλή, το κάθε έθνος, «κατεβάζει» στην δική του φυσική πραγματικότητα αυτό που ταιριάζει στην ποιότητά του, την ιδιοσυγκρασία του και τις πολιτισμικές καταβολές του.

Από την άλλη, όσο και αν η ψυχοπάθεια των χριστιανών θεολόγων τους οδήγησε στο να ρεκάζουν, πάντα αθεράπευτα μισαλλόδοξοι, αναιδείς και ασεβείς, ότι τάχα «όλοι οι Θεοί των εθνών είναι δαίμονες» (sic), όσο και αν το πραγματικό νόημα του υβριστικού όρου «Ειδωλολατρία» που χρησιμοποιούν για να προσβάλουν την πραγματική, φυσική, μη κατασκευασμένη, Θρησκεία της ανθρωπότητος, δηλαδή τον Πολυθεϊσμό, είναι όχι λατρεία «ανυπάρκτων» Θεών, όπως αφήνουν τον αφελή κόσμο να πιστεύει, αλλά λατρεία... υπαρκτών «δαιμόνων» (sic), ο Κόσμος θα εξακολουθεί να υπάρχει πολύ μετά την κατάρρευση όχι μόνο της «μονοθεϊστικής» απάτης, αλλά ίσως και μετά την κατάρρευση ολόκληρου του νύν «πολιτισμού» της Ύβρεως και της Ασεβείας. Μαζί του θα συνεχίσουν βεβαίως να υπάρχουν και οι Θεοί, οι πραγματικοί πολλοί και φυσικοί Θεοί μας. Σε ασύλληπτα για τον νού μας μέλλοντα, όταν προ πολλού οι τελευταίοι παπάδες των κατασκευασμένων Θρησκειών θα έχουν μετατραπεί, όπως και τα απίθανα πλούτη τους και τα εξουσιαστικά μπιχλιμπίδια τους, σε τίποτε περισσότερο από μία ασήμαντη ποσότητα αστρικής σκόνης.

Πηγή:
www.rassias.gr

ΠΕΡΙ ΑΠΑΤΕΩΝΩΝ

Χρησιμοποιώ πολύ συχνά την λέξη «απατεών» όχι από… επιείκια, αλλά γιατί, δυστυχώς, η εξαιρετικώς πλούσια Ελληνική γλώσσα δεν διαθέτει άλλην, βαρυτέρα, για να περιγράψει ορθώς τους ηγέτες ηγετίσκους, υπηρέτες και απλά δουλικά του Παγκοσμίου Καθεστώτος, οι οποίοι εδώ και αιώνες συντηρούν την Αυτού Αθλιότητά Του επάνω στο ψεύδος, την παραπληροφόρηση, την χυδαία απάτη, αλλά και την κατασυκοφάντηση κάθε τι του ανωτέρου, με την παλαβή ελπίδα ν’ αποκτήσει έτσι κάποια αξία το αμετακλήτως ασήμαντο και κάποια σοβαρότητα το πασιφανώς γελοίο.

Στα πλαίσια της τακτικής αυτής, εδώ και αιώνες, ο Χριστιανισμός και τα λοιπά παρακλάδια της Θρησκείας της Ερήμου και της ερημώσεως, έχοντας «πλήρη συνείδηση της ύποπτης καταγωγής τους», όπως ορθώς έγραψε προ ετών ο συγγραφέας Μάριος Βερέττας, αλλά, κυρίως και της σαφούς κατωτερότητός τους απέναντι στον Ελληνικό Εθνικό Πολιτισμό και στην Κοσμοθέαση που τον εδημιούργησε, καταφεύγουν σ’ έναν απίθανο σωρό ψευδών και συκοφαντιών κατά του τελευταίου, που δείγματά τους, λίγο πολύ, όλοι γευόμαστε σε καθημερινή σχεδόν βάση. Κάθε φορά που κάποιος θα εκθειάσει, έστω και στο ελάχιστο, τον Ελληνικό Εθνικό Πολιτισμό, έρχεται αντιμέτωπος με τον γνωστό οχετό αηδιαστικών ψεμμάτων κατά των προγόνων μας, που είναι περιττό να τ’ απαριθμήσουμε εδώ, στο μέτρο που όλα έχουν άλλωστε πολλαπλώς «ξετιναχθεί» τόσο από εμένα όσο και από άλλους Έλληνες ή φιλέλληνες ερευνητές.

Η κάθε πλευρά άλλωστε, μάχεται αποκλειστικώς με ό,τι οι εκπρόσωποί της έχουν μέσα στην ψυχή τους. Εμείς με το φώς, την αλήθεια και την ανωτερότητα, αυτοί με το σκοτάδι, το ψεύδος και την κοπριά.
Επειδή εκείνο που έχουμε μέσα στο κεφάλι μας, καλώς ή κακώς παράγει και συμπεριφορές, όλοι οι ηγέτες, ηγετίσκοι, υπηρέτες και απλά δουλικά του Παγκοσμίου Καθεστώτος, δεν μπορούν ν’ αποφύγουν το να κινηθούν υποχρεωτικώς με γνώμονα την ψευτιά και την απατεωνιά. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιου όντος και τέτοιας συμπεριφοράς, αποτελεί ο γνωστός ρασοφόρος Γεώργιος Μεταλληνός, ο οποίος, προφανώς φέρων βαρέως το «κάζο» που έπαθε εν έτει 1997 σε μία ημερίδα στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όταν απέναντι στον δικό μου συγκροτημένο και τεκμηριωμένο, δηλαδή Ελληνικό, λόγο, εκείνος εμπουρδολογούσε πιστεύοντας ανοήτως ότι δεν θα εκδοθούν πρακτικά, «εκτύπησε» προ καιρού με μέθοδο που ταιριάζει απολύτως σ’ αυτό που έχει επαγγελματικώς μάλιστα ταχθεί να εξυπηρετεί και να υπερασπίζεται.

Στο βιβλίο του λοιπόν «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία ;», αλλά και προφορικώς από όσο καλώς γνωρίζω, ο εν λόγω ρασοφόρος ισχυρίζεται (σελ 129) ότι η γραφή μου και οι μελέτες μου είναι… τάχα αντιεπιστημονικές και αποτελούν… άκριτη μεταφορά στοιχείων ξένων συγγραφέων, ως «απόδειξη» δε του… πόσο αστοιχείωτος τυγχάνω (…), λέει ότι στο γνωστό και σαρωτικό βιβλίο μου «Ες Έδαφος Φέρειν…» (και ουχί… «Γκρεμίστε τους» όπως λανθασμένα το αναφέρει ο κακομοίρης που προφανώς δεν ξέρει ούτε καν περί τίνος ομιλεί) γράφω... Aphaca, Mambre, Phoenice, Καρθάγη, Πένθηκτο Συμβούλιο, αντί Άφακα, Μάμβρη (ελληνικά η Μαμβρή), Φοινίκη, Καρχηδών και Πανθέκτη Οικουμενική Σύνοδος αντιστοίχως, πράγμα που ωστόσο (scripta manent άλλωστε!) δεν συνέβη ποτέ.

Αναρωτιέται κανείς λοιπόν δικαιολογημένως, τι διεδραματίζετο άραγε στο «σοφό» μυαλό τού ως άνω κυρίου; Δεν ήξερε ότι αναφερόμενος σε γραπτά κείμενα θ’ απεδεικνύετο απατεών στην πρώτη απλή ανάγνωση των βιβλίων μου, ή τόσο πολύ πια θεωρεί ηλιθίους τους πιστούς και τους αναγνώστες του, θεωρώντας ότι θα καταπιούν ακρίτως τις άθλιες συκοφαντίες του;
Αυτό λοιπόν είναι το επίπεδο και το ήθος του απίθανου αυτού ρασοφόρου που μάλιστα σιτίζεται με τα δικά μας χρήματα, παριστάνοντας και τον «επιστήμονα» «πανεπιστημιακό» (δεν είναι ο μόνος άλλωστε). Και δεν θα το έλεγα το τελευταίο, εάν προσφάτως δεν είχε προκύψει το νεοφανές να εμφανίζει απεγνωσμένως το ηθικώς και ιστορικώς χρεωκοπημένο πλέον ημεδαπό τμήμα του Καθεστώτος, διαφόρους τέτοιου επιπέδου «επιστήμονες», μήπως και δοθεί κάποια «εγκυρότης» στ’ ασυνάρτητα ρεκάσματά του ή στα χυδαία ψεύδη του.

Όσο όμως κι αν κουνάνε εναγωνίως την αστεία σημαιούλα της δοτής επιστημοσύνης όλοι αυτοί οι απίθανοι κύριοι, θα ήθελα να τους πώ «φιλικώς», έχοντας και ο ίδιος πανεπιστημιακή μόρφωση, ότι όχι μόνο ματαιοπονούν, αλλά κινδυνεύουν επίσης ν’ απαξιώσουν πλήρως με όλη αυτή την αθλιότητά τους την κανονική επιστημονική ιδιότητα, πράγμα που, φυσικά εγώ δεν τους το επιτρέπω, όπως, υποθέτω, και κανείς άλλος που διαθέτει πανεπιστημιακή μόρφωση.

Ας αναλογισθούν άλλωστε, ότι αν η πανεπιστημιακή ιδιότης, πόσο μάλλον η δοτή εκείνη, αρκούσε από μόνη της για να ληφθούν ακρίτως στα σοβαρά όλα όσα εκστομίζονται ή γράφονται, τότε θα ‘πρεπε, πρωτίστως, να ληφθεί στα σοβαρά και η γνωστή προτροπή (και ν’ αρχίσει να προγραμματίζεται κι όλας η εφαρμογή της) του επίσης πανεπιστημιακού Συλλάκωνος και Συνέλληνος Δημήτρη Λιαντίνη. Μία προτροπή που, φυσικά, διόλου δεν θα χαροποιούσε τους προαναφερθέντες ηγέτες, ηγετίσκους, υπηρέτες και απλά δουλικά του παγκοσμίου Καθεστώτος:
«Χρειάζεται να στηθούν οδοφράγματα στους δρόμους. Να στηθούν δικαστήρια στις αίθουσες και ίσως γκιλοτίνες στις πλατείες. Για να σταυρωθεί το κακό, να πάψει η βασκανία...»

(Πρωτοδημοσιεύθηκε δίκην παραρτήματος στο βιβλίο "Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών")

Πηγή:
http://www.rassias.gr/

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΔΕΣ ΔΙΛΛΗΜΑ "ΕΝΑΣ ή ΠΟΛΛΟΙ ΘΕΟΙ"

Οι των πραγμάτων έχοντες συνείδηση, χαιρετίζουμε στις αφανώς πολύ ενδιαφέρουσες ημέρες μας την καθολική αποσύνθεση ενός κόσμου που εδώ και πολλούς αιώνες βασίλευσε θρονιασμένος πάνω όχι μόνο στον Φόβο, αλλά επίσης και στο Ψεύδος και στην Εξαπάτηση, ή, αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, πάνω στον απεινή διωγμό του Αληθινού. Αυτή όμως η αντεστραμμένη πραγματικότητα έφτασε πια στο τέλος της, αν και όχι όπως εμείς θα θέλαμε, δηλαδή σαφέστατα κι αμετάκλητα κατανικημένη από την ανθρώπινη σκέψη, αλλά με άδοξο τρόπο ως περίττωμα, απορριφθείσα από το ένα και αληθινό και μοναδικό μέτρο αποτίμησης απάντων των πραγμάτων του Συμ-Παντός, δηλαδή του Φυσικού Νόμου που αδέκαστος στέκει δικαστής κάθε ανισορροπίας ή διατάραξης.

Ο ψευδής αυτός κόσμος λοιπόν τελειώνει, και το αργό αλλά σταθερότατο τέλος του αποδεινύει περίτρανα, αν και ομολογουμένως τραγικά, ότι ΔΕΝ είναι ο άνθρωπος το κέντρο του Συμ-Παντός και ότι επίσης η Φύση-Θεός είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να προσβάλλουμε εσαεί ατιμωρητί. Ενα από τα κύρια τμήματα αυτού του Μεγάλου Ψεύδους, είναι και ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός». Και λέω «παραπλανητικά» διότι η ονομασία αυτή παραπλανεί κι εξαπατά σοβαρά το ανθρώπινο αυτί, σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις των εμπνευστών, εφαρμοστών και υπηρετών του κοσμοαντιληπτικού αυτού συστήματος. Άλλωστε, ο Κόσμος μας δεν θα είχε καταλήξει στα όσα πιο πάνω αναφέραμε, αν όντως η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθούσε απλώς να επιβάλει κάποιο πιό «μοντέρνο» δόγμα, που αντικαθιστούσε τινί τρόπω τους πολλούς Θεούς των άλλων πολιτισμών που αυτή κατέστρεψε, με τον Ένα δικό της που επιμένει να διαφημίζει ως «μόνον αληθινό» (..) Ο.. κακοήθης όγκος πρέπει να αναζητηθεί, αγαπητοί φίλοι, αλλού. Στο πώς αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία, τοποθετεί τον εαυτό της -και κατ’επέκταση και τον Θεό της- απέναντι στον ιερό, απαράβατο και αιώνιο Φυσικό Νόμο.

Από πολύ παλιά, από τον 6ο κιόλας αιώνα π.α.χ.χ., οι φιλόσοφοι της Ελέας είχαν διακηρύξει το μεταβλητό του Κόσμου αλλά το αναλοίωτο κι ενιαίο της Κοσμικής Ουσίας κι Αρχής, ήτοι του χαρακτηριστικά αποκαλούμενου «Είναι» και είχαν καθιερώσει ως βασικό σύνθημά τους το γνωστότατο «Έν Το Παν» , το ότι δηλαδή όλα είναι ένα. Συνεπώς οι παραπλανητικά αυτοονομαζόμενοι «Μονοθεϊστές» δεν έφεραν τίποτα το καινούργιο στην ανθρώπινη σκέψη σε σχέση με τον.. αριθμό του Θεού ή των Θεών, αφού και οι από αυτούς υποτιμούμενοι ως «πολυθεϊστές» ήξεραν πολύ καλά, δίχως να χρειάζονται τη.. βοήθεια άλλων να τους το μάθουν, ότι ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ. «Τότε, γιατί υπήρξε σύγκρουση; » θα με ρωτήσετε, και μάλλον δικαιολογημένα. Μα, γιατί κάτω από το.. αγαθό τσόφλι του, ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός» έκρυβε άλλα κακά. Έκρυβε μια ολοκληρωτική αντίληψη για τον Κόσμο, τόσο βαθύτατα αντίθετη κι εχθρική προς εκείνη των υποτιμούμενων ως «πολυθεϊστών» κι εντελώς ασυμβίβαστη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι ελευθερία. Η αντίρρηση ημών συνεπώς, ως κατά τα πάτρια Ελλήνων, δεν έχει να κάνει με το αν είναι.. Ένας ο Θεός ή πολλοί, αλλά με το πού και πώς στέκεται αυτός ο.. Ένας ή αυτοί οι πολλοί Θεοί σε σχέση με τον Συμ-Παντα Κόσμο, με την ένθεο Φύση και με την άπειρη θειότητα, εκδηλωμένη ή μη (δηλαδή ασώματη).
Ενας εσωκοσμικός Θεός -ή πολλοί εξ Ενός, το ίδιο κάνει..- που γεννήθηκε από τη Φύση, ζεί μέσα στη Φύση και συνεπώς υπόκειται στους Νόμους της, ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτήν για να μην απορριφθεί, ΕΙΝΑΙ τελικά αυτή, τουλάχιστον με την έννοια που δίνει η Παν-Θεϊστική αντίληψη. Αντίθετα, ένας εξωκοσμικός Θεός -ή πολλοί εξ Ενός, το ίδιο κάνει..- που τάχα προϋπήρξε της Φύσης, δεν υπόκειται σε κανέναν από τους Νόμους της, οι οποίοι άλλωστε όπως και αυτή δεν είναι παρά θνητά «κτίσματά» του -και μπορεί να ασυδοτεί πάνω τους επιδεικνύοντας «θαύματα», ήτοι βίαιες εκτροπές της Φυσικής Τάξης-, στέκει αιωνίως έξω από αυτήν -υποτιμώντας την συνάμα ως χυδαία υλικοπνευματική διαδικασία- και την εξουσιάζει απόλυτα διατηρώντας πάνω της κάθε δικαίωμα για κάποιον ανα πάσα στιγμή αυθαίρετο «τερματισμό» της.


Για τον θεοδίδακτο δωδεκαθεϊστή Έλληνα, δηλαδή για τον πραγματικό και πνευματόδοξο Έλληνα της αρχαιότητας, ο Κόσμος υπήρξε αυτοδημιούργητος και αιώνιος, και απλώς οι απόψεις (Από-Όψεις) περί της αρχής της παρούσης (πολύ συγκεκριμένης και ελάχιστης μακροϊστορικά) φάσης του, διαφέρουν, δίχως -ως γνωστόν- ν'απαιτούν την καταδίκη των υπολοίπων ως.. «ανυπόστατων» ή -ακόμα χειρότερα- ως.. «αιρετικών» (!!) Αντιθέτως, στα τελευταία 2.000 χρόνια, της λεγόμενης Εποχής της Βαρβαρότητας (Era Vulgaris), που η σύμπασα η άτυχη ανθρωπότητα στέκει υπόδουλη στη δεισιδαιμονία και στον παραλογισμό της τυφλής πίστης σε μια δυϊστική και μυωπική αντίληψη του Κόσμου -έστω κι αν αυτή σήμερα φαίνεται καταδιασπασμένη τάχα σε αμέτρητα «δόγματα» κι «αιρέσεις»-, εκατομμύρια άνθρωποι πλήρωσαν αυτή την πίστη τους στο αυτοδημιούργητο του Κόσμου με τη ζωή τους. Και ανάμεσά τους μαρτύρησαν επίσης μυριάδες, πραγματικοί στην ψυχή, το πνεύμα και το αίμα, Έλληνες, που εξαιτίας αυτής ακριβώς της πεποίθησης ρίχτηκαν στις πυρές των βυζαντινών ιεροεξεταστών, στα θηρία του Ιπποδρόμου, ανασταυρώθηκαν, ανασκολοπίστηκαν, ή έγιναν κομμάτια στα περιβόητα κρεουργεία της Σκυθοπόλεως.

Ο θεοδίδακτος Ομηρος -σύμφωνα με τον Πλάτωνα στον «Θεαίτητο» (152e)(α) , σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στα «Μεταφυσικά» (β) και τον Εύδημο στην περιπατητική ιστορία της Θεολογίας- φέρνει τα πάντα να προέρχονται από τη Ροή και την Κίνηση, δηλαδή από τον Ωκεανό και την Τηθύν, που χαρακτηριστικά τους αποκαλεί «γονείς» πάντων των Θεών (γ).
Ο μεταγενέστερός του θεογονιστής ποιητής Ησίοδος, φέρνει ως αρχές στην περίφημη «Θεογονία» του (116-122) το Χάος (δ) -πρωτογέννητο μάλιστα όλων, ως «χάσμα προς πλήρωσιν» περισσότερο, παρά ως «ρευστόν» εκ του «χέεσθαι» κατά την όψιμη ετυμολόγηση των Στωϊκών ή «Αμορφον» κατά τον Λουκιανό-, κι επίσης τη Γαία, τον Τάρταρο και τον Έρωτα.
Ο Σπαρτιάτης λυρικός ποιητής Αλκμάν πάλι, -σύμφωνα με τον πάπυρο 2390 της Οξυρύγχχου-, διηγείται σχετικά με τη Θεά Θέτιδα ότι αυτή ήταν που οριοθέτησε την πρωταρχική αταξία του Κόσμου με την αρχή (τον «Πόρο») και το πέρας (το «Τέκμωρ») των πραγμάτων (ε).


Ο μέγας διδάσκαλος και θεογονιστής Φερεκύδης από τη Σύρο, υιός του Βάβυος, κάνει λόγο -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο- για τρία κοσμικά στοιχεία (Τον Ζάντα, τον Χρόνο και τη Χθονίη), για τρείς Θεούς που «ήσαν αεί» δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν μέσα στο Σύμ-Παν και από τους οποίους αναδύθηκε στη συνέχεια μια πολυπληθής γενιά Θεών (ς) .
Ο περίφημος κρητικός μύστης, χρησμοδότης και θεραπευτής του 7ου αιώνα π.α.χ.χ.


Επιμενίδης -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (47a) (ζ) , τον Εύδημο και τον ύστερο νεοπλατωνικό διδάσκαλο Δαμάσκιο στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών»- φέρνει στη δική του «Θεογονία» τα πάντα να προέρχονται από ένα πρωτογέννητο ζεύγος, τον Αέρα και τη Νύχτα, από τους οποίους γεννήθηκε στη συνέχεια ως τρίτη αρχή, ο Τάρταρος.

Ο Ακουσίλαος ο Αργείος -σύμφωνα πάντα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137, 5) (η) και τον Δαμάσκιο- παρουσιάζει τα πάντα ως προερχόμενα από το πρωτογενές Χάος, ενώ ο Μιλήσιος Θαλής, γιός του Εξαμύου, πρεσβεύει ότι ποιητική αρχή του έμψυχου και «Θεών πλήρους» Παντός είναι το Υδωρ που με την επίδραση των Θεών μετασχηματίζεται και σε γή, αέρα και φωτιά συγκροτώντας στη συνέχεια τα όσα υπάρχουν στη Φύση (θ).
Ο συντοπίτης του Αναξίμανδρος του Πραξιάδου, διδάσκει ότι αρχή των πάντων υπήρξε το ανώλεθρον «Άπειρον» (ι), στοιχείο άφθαρτο κι αθάνατο από το οποίο τα πάντα προέρχονται για να ξαναγυρίσουν σε αυτό, στο πέρας της κάθε μορφικής τους ύπαρξης συμπεριλαμβανομένων και των «αναρίθμητων κόσμων» που ο ίδιος (σύμφωνα με τον Κικέρωνα) θεωρεί Θεούς.


Ο τρίτος μέγας φιλόσοφος της Σχολής της Μιλήτου, ο Αναξιμένης του Ευρυστράτου, πρεσβεύει ως αρχή και στοιχείο του Κόσμου τον Αέρα-Πνεύμα (που ο Κικέρων διέσωσε ότι ο φιλόσοφος θεωρούσε Θεό) και όμοια με τον Αναξίμανδρο διδάσκει περί συνεχών, περιοδικών δημιουργιών και καταστροφών των Κόσμων, μέσα από μια ατελεύτητη διαδοχή (κ).

Ο Ξενοφάνης από τον Κολοφώνα, υιός του Δεξίου -ή του Ορθομένους σύμφωνα με τον Απολλόόδωρο-, αυτός ο βαθύτατος στοχαστής και θεωρούμενος ως ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής, μέσα από το «ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ» διδάσκει περί Ενός μεν αλλά σύμφυτου με τον Κόσμο (λ) Θεού που μέσα από την Ουσία του κινούνται τα πάντα σ'ένα Συμ-Παν που και εδώ φυσικά νοείται ως αγέννητο κι άφθαρτο: «ΕΙΣ ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΜΕΓΙΣΤΟΣ» («Ενας Θεός υπάρχει μέγιστος, ανάμεσα στους Θεούς και στους ανθρώπους»). Διδάσκει δηλαδή για έναν ενοποιημένο Θεό / Φύση που κατ'αυτόν αποτελείται από Νού («ΝΟΟΥ ΦΡΕΝΙ ΠΑΝΤΑ ΚΡΑΔΑΙΝΕΙ» λέει χαρακτηριστικά), Γή και Ύδωρ («ΠΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΓΑΙΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΣ ΕΚΓΕΝΟΜΕΘΑ»).

Ο εξ Εφέσσου Ηράκλειτος, ο υιός του Βλύσωνος, για τον οποίο ο ομιλών δε διστάζει να ομολογήσει ότι τρέφει άπειρο θαυμασμό, ορίζοντας το αείζωον Πύρ ως Ουσία του Παντός υπογραμμίζει: «Τον Κόσμο αυτόν, που για όλους είναι ίδιος, ούτε Θεός ούτε άνθρωπος τον έφτιαξε, αλλά ήταν πάντοτε, είναι και θα είναι, φωτιά αιώνια που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο» (μ). Θεωρεί τον Κόσμο ως ενιαία ύπαρξη που ούτε γεννήθηκε, ούτε θα πεθάνει ποτέ, αλλά απλώς ζεί αιωνίως σε διαρκή ροή κι αδιάκοπη εναλλαγή μορφών του. «ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ»: ένα ασύλληπτο γίγνεσθαι που μεγαλοπρεπέστατα χύνεται μέσα στους ατραπούς της αιωνιότητας, άδοντας τον Θείο Λόγο, την αφετηρία των Θεών που από αυτόν περιγράφεται με τα γνωστά λόγια «ΘΕΟΣ ΕΣΤΙΝ ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΞ, ΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΜΩΝ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, ΚΟΡΟΣ ΚΑΙ ΛΟΙΜΟΣ».

Ο κατά το ήμισυ ελεατης και κατά το έτερο ήμισυ πυθαγόρειος Παρμενίδης, υιός του Πύρητος, ο οποίος μιλάει για την Αιθερική Μονάδα-Ουσία, το «Είναι», ωσάν άχρονη, αδιαίρετη («ΟΥΔΕ ΠΟΤ’ ΗΝ ΟΥΔ’ ΕΣΤΑΙ, ΕΠΕΙ ΝΥΝ ΕΣΤΙΝ ΟΜΟΥ ΠΑΝ, ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΣ. ΤΙΝ ΓΑΡ ΓΕΝΝΑΝ ΔΙΖΗΣΕΑΙ ΑΥΤΟΥ;» δηλαδή «ούτε ήταν ούτε θα είναι, επειδή το τώρα είναι και το πάν, ένα και συνεχές. Γιατί ποιά αφετηρία του μπορεί κανείς να αναζητήσει;») (ν), καθώς και πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, στο «Τα Προς Δόξαν» μαζί με τις δύο ποιητικές αρχές του Κόσμου, το Πύρ και την Γή, χαιρετίζει τον Θεό Έρωτα ως πρώτιστο συνεργό στη δόμηση του «Είναι», ως «Βούληση του Ζείν».

Ο επίσης ελεάτης Μέλισσος υιός του Ιθαγένη, από την Σάμο, στο «Περί Φύσεως ή Περί Του Όντος» βιβλίο του, υποστηρίζει επίσης το ενιαίο, την αφθαρτότητα κι αιωνιότητα του Κόσμου και τονίζει «ΑΕΙ ΗΝ Ο,ΤΙ ΗΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΕΣΤΑΙ», ενώ ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής, υιός του Μέτωνος, διδάσκει για Τέσσαρα αιώνια Ριζώματα των πάντων (ξ), τον λάμποντα Δία, τη φερέσβιο Ήρα, τον Αϊδωνέα / Άδη και τη Νήστιδα (που ο Θεόφραστος αντίστοιχα ταυτίζει με τη Φωτιά, τον Αιθέρα, τη Γή και το Ύδωρ) τα οποία αδιάκοπα συντίθενται κι αποσυντίθενται κάτω από μια ατελείωτη μάχη ανάμεσα στο Μίσος και τον Έρωτα (στο «Κότος» ή «Νείκος» και τη «Φιλότητα» ή «Αφροδίτη») που αδιάκοπα αποχωρίζουν και συνενώνουν τα στοιχεία σε μορφές.

Οι Πυθαγόριοι πάλι, όρισαν ως δημιουργική αρχή του Κόσμου και ουσία των όντων, τα οποία «κατ' αριθμόν εγένοντο», την αριθμητική Μονάδα, από την οποία τα πάντα γεννιώνται και η οποία μέσα στα πάντα ζεί, τη Μονάδα την αυτοτελή, την άναρχη και ατελεύτητη. (Πρέπει μάλιστα εδώ ν'αναφέρουμε ότι μέσα από τις δικές τους μελέτες πάνω στο λεγόμενο «Δωδεκάεδρον» που το ταυτίζουν με τη λεγόμενη «Σφαίρα του Κόσμου», ερμηνεύεται όλη η σοφία της δωδεκαθεϊστικής κοσμοαντίληψης, αυτού του υπέροχου κοσμολογικού και θρησκευτικού συστήματος των προγόνων μας που τόσο χυδαία καθυβρίστηκε και εξακολουθεί να καθυβρίζεται από τους απατεώνες υπηρέτες του Ιαχωβά. Ο καθηγητής J.Burnet του αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο του «Η Αυγή Της Ελληνικής Φιλοσοφίας» και υπενθυμίζει ότι ο Ίππασος πιθανώς εκτελέστηκε γιατί είχε αποκαλύψει σε αμύητους τα μυστικά του «Δωδεκαέδρου»).

Ο Κλαζομένιος Αναξαγόρας του Ηγεσιβούλου, δέχεται τους «αναρίθμητους κόσμους» των φιλοσόφων της Ιωνίας, και θέλοντας να μείνει πιστός στην παράδοσή τους περί μιάς μόνον ουσίας, υποκαθιστά ως αιτία της όλης κίνησης το Μίσος και τον Έρωτα του Εμπεδοκλέους με τον πολύπλευρο «συμπαντικό Νού» που εμπεριέχεται σε όλα τα ζώα και τα φυτά. Επίσης ο αθηναίος Αρχέλαος υιός του Απολλοδώρου μιλάει -σύμφωνα με τον Ιππόλυτο- για δύο αιτίες, τη μία θερμή κι εν κινήσει, την δε άλλη ψυχρή και σε ακινησία και για επίσης «κοσμικό Νού» που ενυπάρχει σε όλα τα έμβια (ο).

Οι Ατομικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος μιλούν ξεκάθαρα -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (ΙΧ, 31) και τον Ιππόλυτο- για άπειρους Κόσμους που ακμάζουν και παρακμάζουν, αλληλοσυγκρούονται, συντίθενται ή αποσυντίθενται διαρκώς: «ΤΟ ΜΕΝ ΠΑΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ΦΗΣΙΝ.. ΚΟΣΜΟΥΣ ΤΕ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΕΣΘΑΙ ΕΙΣ ΤΑΥΤΑ» (Διογένης Λαέρτιος, ως άνω). Ο δε Δημόκριτος, ρητώς θεωρεί παντελώς αδύνατη τόσο την απόλυτη γένεση όσο και την απόλυτη φθορά.
Ο κρητικός φιλόσοφος Διογένης ο Απολλωνιάτης υιός του Απολλωθέμη, φέρνει -σύμφωνα με τους Θεόφραστο, Ψευδοπλούταρχο και Σιμπλίκιο- ως θεμελιώδη ουσία και αρχή των πάντων, «ΕΞ ΟΥ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ», τον Αέρα που με τη σειρά του επιμερίζεται με τη θεϊκή Νόηση σε θνητές μορφές, αλλά παραμένει «ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΪΔΙΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΩΣ» («μεγάλος και δυνατός και αιώνιος και αθάνατος και πολύγνωρος», Σιμπλίκιος στα «Φυσικά», 153, 20).


Τέλος, η από κάποιους πονηρούς αποκαλούμενη περιφρονητικά «λαϊκή» ελληνική κοσμοθέαση -αυτή που βέβαια ανήγειρε Παρθενώνες !-,η οποία και δεχόταν πανελλαδικά ως γνωστόν ότι οι Θεοί δεν δημιούργησαν τον Κόσμο, αλλά αντίθετα γεννήθηκαν μέσα απο τις διεργασίες του και σε κάποια στιγμή απλώς τον κυρίευσαν, υποθέτω ότι μπορεί να δειχθεί αρκετά σωστά από ένα χορικό απόσπασμα των «Ορνίθων» του Αριστοφάνους (γύρω στα 414 π.α.χ.χ.): «ΧΑΟΣ ΗΝ ΚΑΙ ΝΥΞ ΕΡΕΒΟΣ ΤΕ ΜΕΛΑΝ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΙ ΤΑΡΤΑΡΟΣ ΕΥΡΥΣ..» («Στην αρχή υπήρχε το Χάος, η Νύκτα, το μαύρο Ερεβος και ο πλατύς Τάρταρος.. »)

Εκτός από τις θέσεις των μεταομηρικών και προσωκρατικών φιλοσόφων που αναφέραμε πιο πάνω, σαν ενδεικτικές για την αρχαιοελληνική κοσμοθέαση, θα ήθελα ν'αναφέρω εδώ και εκείνες των Ορφικών μυστών, για τον απλό και μόνο λόγο ότι στις μέρες μας επιχειρείται μια άνευ προηγουμένου καπηλεία των δοξασιών τους, επειδη ως μυστηριακές, στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν απωλεσθεί. Έτσι λοιπόν, γίνονται ιδανικό εφαλτήριο για να λέει ο καθένας ό,τι ψέμα θέλει σχετικά με αυτές, ακόμα και το εξωφρενικό ότι τάχα ο Ορφισμός απετέλεσε τον.. Ελληνικό «μονοθεϊσμό» (!!) Ο μαθητής λοιπόν του ίδιου του Ορφέα Μουσαίος φέρνει -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137,5) τα πάντα ως έχοντα δημιουργηθεί από ένα ζεύγος, τον Τάρταρο, δηλαδή το σκότος, και τη Θεά Νύχτα.

Ανάλογη η πλήρης ανυπαρξία εξωκοσμικού δημιουργού Θεού και στις ορφικές κοσμογονίες που διέσωσαν μέσα από τις περιγραφές τους οι όψιμοι Νεοπλατωνικοί (4ος-6ος αιώνας μ.α.χ.χ.): Ο Δαμάσκιος στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών» (123 και 124) αποδίδει στον Ορφέα μια επίσης εκ Νυκτός Κοσμογονία -που βέβαια με τη σειρά της είχε γεννηθεί προηγουμένως από τον Φάνη, που είχε με τη σειρά του γεννηθεί προηγουμένως από τον Αγήραο Χρόνο. Ο ίδιος διασώζει, στο ίδιο επίσης βιβλίο του, την κεντρική ιδέα των ορφικών θεολογιών του Ιερωνύμου και του Ελλανίκου, όπου το Ύδωρ και η Ύλη εμφανίζονται ως στοιχεία υπάρχοντα «ΕΞ ΑΡΧΗΣ» που με τη σειρά τους γέννησαν τον Αγήραο Χρόνο, γενήτορα στη συνέχεια του Αιθέρος, του Χάους και του Ερέβους και πρόγονο του Κοσμικού Αυγού. Τέλος, ο χριστιανός αλλά με νεοπλατωνικές τάσεις Αθηναγόρας στο «Πρεσβεία Περί ων Χριστιανών" (18) του 2ου αιώνα, φέρνει ως ορφική αρχή των παντων το Υδωρ, από το οποίο γεννήθηκε ο Ηρακλής Χρόνος που γέννησε στη συνέχεια το Κοσμικό Αυγό.

Από την ομηρική εποχή μέχρι τους ζοφερούς χρόνους που οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί τσακίστηκαν από τους Βυζαντινούς και Σελτζούκους Τούρκους κατακτητές -και θάθελα ν' αναφέρω εδώ το συστηματικά αποσιωπημένο ιστορικό γεγονός ότι η Φιλοσοφική Σχολή της Χαρράν, που είχε ιδρυθεί από τον κυνηγημένο από τον αυτοκράτορα Γιουτπράδα (ελληνιστί Ιουστινιανό) διδάσκαλο Σιμπλίκιο, καταστράφηκε από τους Σελτζούκους μόλις τον 11ο αιώνα μ.α.χ.χ. !!- μπορούμε να διακρίνουμε μια συνεχή και απολύτως συνειδητή προσπάθεια απόλυτης συμμόρφωσης της Ελληνικής Σκέψης κι εν γένει Κοσμοαντίληψης με τις απαιτήσεις της αρχής «ΟΥΔΕΝ ΕΞ ΟΥΔΕΝΟΣ». Στο σύνολο της Αρχαιοελληνικής Κοσμοθέασης, φαντάζει έκλαμπρα μια γενική σχεδόν άρνηση ν' αναγνωρίσει αυτή Θεό-Δημιουργό του Κόσμου και μάλιστα από το μηδέν, μια άρνηση που συνιστά μια περί Σύμ-Παντός αντίληψη διαμετρικά αντίθετη προς εκείνη της εβραϊκής και εβραιογεννούς κοσμογονικής μυθολογίας και θρησκείας.


Βλέπουμε λοιπόν ότι στην Αρχαιοελληνική -δηλαδή στην πραγματικά Ελληνική- Κοσμοοθέαση ΔΕΝ υπάρχει πουθενά κάποιος έξωθεν δημιουργός του Κόσμου και συνεπώς μη συμμεριζόμενος την όποια μοίρα του υποτιθέμενου «κτίσματός» του, αλλά κυρίως μη υποκείμενος στον Φυσικό Νόμο, ο οποίος Φυσικός Νόμος σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε εκπέσει σε απλό γρανάζι ενός δημιουργημένου, άρα πεπερασμένου και μακροϊστορικά θνητού Κόσμου. Όπως άλλωστε δεν υπήρξε και σε καμμιά προχριστιανική Κοσμοθέαση -πλην βέβαια της Εβραϊκής εκείνης!

Στην Κοσμογονία λ.χ. των Σκανδιναβογερμανών, η οποία για εμάς τους Έλληνες μάλιστα έχει μεγάλο ενδιαφέρον αφού και εκεί συναντάμε επίσης Δωδεκάθεο Πάνθεον (!), είναι εμφανέστατο το ότι ο λεγόμενος Αλφάδερ (Alfader, ο Θεός Tyr ή κατ’ άλλους ο Θεός Odin), ο αρχαιότερος πάντων των Θεών του Άσγκαρντ, που από τις δώδεκα ιδιότητές του γεννήθηκε το Οδινιστικό Πάνθεον, ως κατοικών μέσα στη Φύση και άρα σαφώς ταυτιζόμενος με αυτήν, καμμιά απολύτως σχέση δεν μπορεί να έχει με τον «έξωθεν» και «εκ του μηδενός ή μη όντος» υποτιθέμενο πλάστη της εβραϊκής μυθολογίας Ιαχωβά. Όπως δεν έχει σχέση και ο σαφέστατα γεννημένος Αγήραος Χρόνος των Ορφικών, ή ο επίσης σαφέστατα γεννημένος Υψιμέδων Ζεύς του Ολυμπίου Πανθέου.

Το δίλημμα «Ένας ή Πολλοί Θεοί ;» λοιπόν, είναι πέρα για πέρα ψευδές και οδηγεί την ανθρώπινη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη σε πλήρη αποπροσανατολισμό. Απευθύνεται σε νηπιώδη μυαλά που ωστόσο η κυρίαρχη ιδεολογία έχει φροντίσει από πριν να τα υποβιβάσει σε τέτοια. Απευθύνεται σε μη σκεπτόμενους ανθρώπους που εσαεί θα τους εξαπατούν, κρύβοντάς τους συστηματικά το κέντρο βάρους των Συμ-Πάντων πραγμάτων. Πίσω από τον τόσο.. «αθώο» Ένα και Μόνο Θεό Ιαχωβά των παραπλανητικά αποκαλουμένων «Μονοθεϊστών» κρύβεται η πεμπτουσία του Ολοκληρωτισμού.

Ενας Θεός έξω από κάθε νόμο, του Φυσικού εκείνου συμπεριλαμβανομένου, άρα ένας Θεός ανεξέλεγκτος. Ένας Θεός που αφού τάχα δημιούργησε αυτός τον Κόσμο, μπορεί και δικαιούται ανά πάσα στιγμή να τον καταστρέψει δίχως καμμιά απολύτως συνέπεια γι' αυτόν. Με το «έτσι θέλω». Ένας Θεός που δεν έχει καμμιά Μοίρα, Αδράστεια, Ανάγκη, ή απλό «αντιπεπονθός» (εκ του «αντί-πάσχω») πάνω από το κεφάλι του για να τον ελέγχει και να τον κρατάει μακρυά από εξουσιαστικές παρεκτροπές και υπερβολές. Ένας αλαζονικός Θεός που κυριολεκτικά φτύνει τόσο την υφάντρια της θεϊκής ειμαρμένης Θέμιδα (Θεών Μίτος) οσο και τις τρείς σεπτές κόρες της, δηλαδή την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη. Ένας Θεός-Αφέντης, ένας πραγματικός δικτάτορας των Ουρανών. Του οποίου ακόμα και το επίπλαστο και γι' αυτό γελοιωδέστατο -τουλάχιστον για εμάς τους κατά τα πάτρια Έλληνες- ..«αντίπαλο δέος», ο εβραϊκής κατασκευής Σατάν, Διάβολος ή Σεϊτάν, το μόνο που μοιάζει να θέλει, δεν είναι παρά το να γίνει.. δικτάτορας στη θέση του δικτάτορα, ένας Ιωσήφ Τζουγκατσβίλι Στάλιν, κόκκινος τύραννος στη θέση του προηγούμενου τσαρικού. Ήθη δούλων, κοσμοαντιλήψεις δούλων, δεισιδαιμονίες δούλων.

Οι θεοδίδακτοι πρόγονοί μας, οι αληθινοί αυτοί Έλληνες, συνέλαβαν και πολύ συχνά πραγμάτωσαν πετυχημένα στην καθημερινή τους ζωή, σε γήϊνα φυσικά μέτρα, ιερές συμπαντικές έννοιες όπως Ευνομία, Δίκη, Αρμονία, Πολυμέρεια, Ελευθερία και Ισοπολιτεία, μόνο γιατί προηγουμένως είχαν κατορθώσει να τις ανιχνεύσουν και να τις αναγνωρίσουν στον πανίερο όλυμπο κόσμο όπου κατοικούσαν οι εθνικοί Θεοί τους. «Όπως και πάνω έτσι και κάτω», όπως θάλεγε ένας σύγχρονος εραστής των «εσωτερικών» λεγόμενων επιστημών ή ΕΠΟΥ ΘΕΟΙΣ όπως θάλεγε με τελείως διαφορετικό τρόπο ο δικός μας Ομηρος, που από την εποχή του κιόλας το άκρον άωτον της ηθικής και του «Κατά Φύσιν Ζείν» δεν ήταν άλλο από την ομοίωση «τώ Θεώ». Μία αντίληψη που επεβίωσε μέχρι την ύστατη αρχαιότητα έως το τολμηρό «ΘΕΟΙΣ ΣΥΖΕΙΝ» των Στωϊκών (Γιατί για τον Ελληνα, ο άνθρωπος οφείλει πάντοτε να φαντάζεται εαυτόν ενώπιον των Θεών του και τους Θεούς του ενώπιόν του)

Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ πριν, είναι επείγουσα η ανάγκη επαναφοράς στο προσκήνιο των επί γής συμβαινόντων, ενός Άλλου Ανθρώπου. Αρχαιότροπου, Φιλοσόφου και προπαντός Ηθικού με την έννοια του «ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΕΙΝ» που μόλις αναφέραμε. Ενός Άλλου Ανθρώπου για τον οποίο όπως και για τους προγόνους μας πραγματικούς Ελληνες, ΑΥΤΗ Η ΙΔΙΑ Η ΦΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, όντας εκδηλωμένο και πραγματωμένο Θείο. Και μέσα σε αυτό το κατεπείγον των καιρών, ποιά άραγε απύθμενη αφέλεια -και ίσως τύφλωση- χρειάζεται για να εξξακολουθούν να ελπίζουν κάποιοι ότι τάχα θα μπορέσουν ποτέ να λειτουργήσουν ελευθεριακά και με σεβασμό προς τη Μητέρα Φύση, ανθρώπινες κοινωνίες που το συλλογικό τους ασυνείδητο έχει αποδεδειγμένα «κουρδιστεί» εντέχνως στο να πιστεύει τυφλά σε μια έξω από τον Φυσικό Νόμο τυραννία στη σφαίρα του θεϊκού, σε μία κατεξοχήν και κατά κυριολεξία ΥΒΡΗ;


Σε αυτό το ομολογουμένως σκληρό ερώτημα, στο επίσης όμως σκληρό Εδώ και Τώρα, όπου πλέον η οικολογική και όχι μόνον Νέμεσις ήδη στέκει προ των πυλών, εγώ δεν θα ήθελα να προκαταλάβω κανέναν. Ας απαντήσει ο καθένας μας στον εαυτό του και κατά την κρίση του.

Σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε.

Πηγή:
www.rassias.gr

ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Εδώ και 10 χρόνια, έχω πεί ότι όπως δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά έναν μωαμεθανό που μιλάει για τον Χριστιανισμό, έτσι και δεν μπορούμε να λάβουμε έναν μη Εθνικό που μιλάει για την Εθνική Ελληνική Θρησκεία και την ερμηνεύει αναλόγως. Είναι αστείο πραγματικά το γεγονός ότι κατά κανόνα δεν υπάρχει ουδεμία ένσταση (από ποιους άλλωστε;) στις διάφορες τέτοιες ερμηνείες.

Οι παραδοσιακές Θρησκείες, ταυτοχρόνως ρευστές στην εξωτερική μορφή τους όσο και σταθερές στη φυσική και εθνική τους αναφορά, δεν ερμηνεύονται ποτέ από έξω. Συνεπώς, κάπου εδώ απαιτείται ο ορισμός ή ξεκαθάρισμα του πολυκακοποιηθέντος όρου «Παράδοση».
Ο όρος «Παράδοση» λοιπόν, δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτό που λέμε «τοπικό χρώμα» ή «φολκλόρ», όπως δεν έχει να κάνει και με τα διάφορα ανά τόπους έθιμα που καταγράφουν οι λαογράφοι μελετητές. Η Παράδοση, όπως έχω ήδη γράψει, έχει να κάνει με την προέλευση και την μεταβίβαση μέσα από τους αιώνες, ενός πλέγματος εννοιών, οπτικών γωνιών και αντιλήψεων που βοηθούν τον άνθρωπο - οργανικό μέλος τής κάθε συγκεκριμένης Παραδόσεως, να ερμηνεύσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τον εαυτό του και το φυσικό και ηθικό περιβάλλον του.


Η Παράδοση είναι τρόπος οράσεως και γνώση που μεταδίδεται από γενεά σε γενεά, περνάει μέσα από τα φίλτρα των κοινωνικών και ηθικών διαφοροποιήσεων και άρα φθάνει στους εκάστοτε κοινωνούς της πάντοτε ορθή και σεβαστή. Ενσαρκώνει μία εσωτερική γνώση που συνυπάρχει αρμονικά με την ζωή σε κάθε της επίπεδο, προσωπικό, συλλογικό, πολιτικό, είναι καθολική μετάδοση και καθολικό βίωμα, αφού το μόνο που ουσιαστικά διαφοροποιείται στον κάθε κοινωνό της είναι μόνο το μέγεθος και η ποιότητα αυτής της μεταδόσεως και βιώματος.
Η Παράδοση, τέλος, είναι πάντοτε ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ (σε αντιδιαστολή προς την υποκειμενική, ατομική αντίληψη και θέση) και επίσης ΠΑΤΡΟΠΑΡΑΔΟΤΗ και ΕΘΝΙΚΗ και ποτέ δεν επιβάλλεται από ένα Έθνος πάνω σε άλλο, ούτε υπάρχει Παράδοση που μοιράζεται σε περισσότερα του ενός Έθνη. Δεν υπάρχει συνεπώς χριστιανική ή μωαμεθανική Παράδοση, αφού είναι σαφές ότι ένας τέτοιος όρος μάς σέρνει σε ένα χονδροειδές οξύμωρο (απόδοχή δύο «Παραδόσεων» που απαιτούν την.. κατάργηση όλων των Παραδόσεων καθώς και οποιουδήποτε άλλου στοιχείου παραδοσιακότητος, δηλαδή Εθνισμού).


Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι και ο «Θεός», στην πραγματικότητα ένα ΕΠΙΘΕΤΟ για να προσδιορίζεται το κάθε όν (ενέργεια, δύναμις και όχι πρόσωπο, να το τονίσουμε αυτό ξανά και ξανά) που έχει προικισθεί από τον Κόσμο με αθανασία, απεραντοσύνη και γνώση για να εξυπηρετεί την ευταξία του. Ως προς την ρίζα, ο Ηρόδοτος (2. 52) λέει ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι "ΟΤΙ ΚΟΣΜΩΙ ΘΕΝΤΕΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ" (διότι συνέθεσαν δηλαδή τα πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο). Η ετυμολόγηση εκ του "θέειν" που επιχειρεί ο Πλάτων (με παράδειγμα τον Ήλιο και τη Σελήνη) είναι όχι μόνο μεταγενεστέρα αλλά και ασθενούς εγκυρότητος αφού εξυπηρετεί απλώς την γνωστή αντίληψη των ουρανίων σωμάτων ως "Θεών" από όλη την πυθαγορο-πλατωνική φιλοσοφική "γραμμή" (με την επιπρόσθετο πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του αριθμού ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), ακόμη και από τον Αριστοτέλη στα πρώτα του έργα και φυσικά από τους Νεοπλατωνικούς και Νεοπυθαγορείους.

Μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές ωστόσο του ανθρωπίνου νοητικού είναι η πονηρή μετατροπή της λέξεως «Θεός» από επίθετο σε ουσιαστικό για να περιγράψει τον ανύπαρκτο "ένα", "προσωπικό", εξωκοσμικό Θεό των Μονοθεϊστών Ιαχωβά.
Έτερος πολυκακοποιηθείς όρος είναι βεβαίως και ο «Λόγος», ο οποίος, κατά τον παππού Ηράκλειτο, είναι ο αιώνιος και ενιαίος κοσμικός Νόμος, η απόλυτος και λογική νομοτέλεια που κυριαρχεί σε κάθε μεταβολή και ροή των πραγμάτων, αλλά και συγχρόνως, για τον άνθρωπο, το ύπατο στοιχείο της πνευματικής ζωής και απόλυτο μέτρο συμπεριφοράς. Αργότερα, στην πλατωνική «γραμμή», ο Λόγος γίνεται το μέσον επικοινωνίας με τις αρχέτυπες ουσίες των όντων, δηλαδή τις νοητές μορφές τους, τις Ιδέες.


Κατά τους Στωϊκούς δε, Λόγος είναι η διάχυτη σε όλα τα όντα Καθαρή Ουσία του Σύμπαντος, η ταυτόσημη προς τον Θεό πύρινη Πνοή, η πηγή όλων των ηθικών αξιών (ο Σενέκας υποστηρίζει μάλιστα ότι το Αγαθόν μπορεί να πραγματωθεί μόνον σε κάτι που είναι λογικό, «Επιστολαί» 124, 13 κ. ε.) τμήμα της οποίας Καθαρής Ουσίας αποτελεί η ανθρώπινη ψυχή ως ο «εν ημίν Λόγος».
Η ανοχή της βαρβαρικής παρερμηνείας του Λόγου από τον Ιουδαίο Φίλωνα (ο οποίος κατά τον πρώτο αιώνα της Βαρβαρικής Εποχής εκμεταλλεύθηκε πονηρότατα την πολυσημία της λέξεως, και υπεβίβασε τον Φυσικό Νόμο, Θεό και ορθολογική Αρχή του Κόσμου, σε «εικόνα» ή αποκαλυπτική «σκέψη» του Ιαχωβά, καθώς και σε… «πρωτότοκο Υιό» του), κατέληξε στο να φορτωθεί σχεδόν αμέσως η ανθρωπότητα τον παραλογισμό του τάχα «ενσαρκωθέντος» Λόγου με τη μορφή του ραβίνου Τζεσουά, Υιού του Ιαχωβά, που με τη σειρά του κόστισε την ίδρυση μίας μοχθηρής και ευτελιστικής Θρησκείας και την ασύλληπτη σε μέγεθος χρονικής διάρκειας και θυμάτων γενοκτόνο και εθνοκτόνο εγκληματική δραστηριότητα ισοπεδώσεως των πάντων και βιαίου συστηματικού προσηλυτισμού, καθώς κόστισε και ένα τρομακτικό πισωγύρισμα του Πολιτισμού από το οποίο, έκτοτε, ποτέ δεν συνήλθε η ανθρωπότης.


Κρούω λοιπόν για μίαν ακόμη φορά τον κώδωνα του συναγερμού, ότι ΔΕΝ υπάρχουν αθώες παρερμηνείες στο επίπεδο των νοημάτων και των ιδεών. Και σταματώ εδώ γιατί αυτά που κανονικά θα πρέπει να λεχθούν ξεπερνούν κατά πολύ τον ορίζοντα μίας δεκαλέπτου εισηγήσεως.
Προτού κλείσω, θα ήθελα απλώς να τονίσω ότι υπάρχει και μία ακόμη πολύ συγκεκριμένη και συχνή, όσο και επικίνδυνη μορφή παρερμηνείας της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, σκόπιμη από όσο γνωρίζω, και όντως γνωρίζω. Πρόκειται για την περίεργη διόγκωση μικρών τμημάτων της Εθνικής Κοσμοθεάσεως και Θρησκείας και προβολή τους εν συνεχεία ως το «άπαν» και το «κατ’ εξοχήν έγκυρο και πλήρες περιεχομένου». Περιθωριακές θρησκευτικές απόψεις και πρακτικές, όπως λ.χ. των Ορφικών, βαπτίζονται «υψηλή» τάχα θρησκευτικότητα και σείονται από επιτηδείους, κυρίως εσωτεριστές Μονοθεϊστές, κατά της πραγματικής Εθνικής μας Θρησκείας, την οποία οι ίδιοι κύκλοι παρουσιάζουν στα μάτια των χαζών ή απληρόφορητων θυμάτων τους ως τάχα προοριζόμενη μόνο για τους… «αμύητους» (…)


Το ίδιο κόλπο γίνεται, φυσικά, και με την Φιλοσοφία. Επειδή η Γραμματεία των Ακαδημεικών και Περιπατητικών διεσώθη σχεδόν ολόκληρη από τύχη ή επιλογή των εξουσιαστών, βρισκόμαστε εμείς σήμερα υποχρεωμένοι να συζητάμε συνεχώς για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, λες και σε αυτούς ή στους οπαδούς τους εξαντλείται το ζήτημα «Ελληνική Φιλοσοφία». Μίλησα στην προηγούμενη σημερινή ομιλία μου για τους Υλοζωϊστές. Το αστείο είναι ότι πατώντας κάποιος εκεί, μόνο κατά παραχώρηση θα μπορούσε να αποδεχθεί ως ανήκοντες στην «καθαρή θέαση» τους εισηγητές της «φαινομενικότητος» και, μάλιστα, η αποδοχή τους αυτή επ’ ουδενί βεβαίως επιτρέπει να κτίσουμε επάνω τους ολόκληρο οικοδόμημα, που μάλιστα προτιθέμεθα να ανακηρύξουμε συν τοίς άλλοις το «άπαν» της Εθνικής μας Κοσμοθεάσεως.

Η Παγκόσμια Ιερουσαλήμ, από διαστροφή, ερωτοτροπεί πάντοτε με τα… «άπαντα». Ας της το χαλάσουμε λοιπόν το σκηνικό. Διαπαντός. Το δικό μας Ωραίο και Αληθές, Αγαθόν και Αιώνιον, απαρτίζεται από απείρως άπειρα ωραία, αληθή, αγαθά και αιώνια τμήματα. Υπεράγια, αλλά και ταυτοχρόνως εξαιρετικώς οικεία.

Πηγή:
www.rassias.gr

ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ

Η Φύσις, είναι ένα από τα κύρια αντικείμενα μελέτης της Φιλοσοφίας, το κατεξοχήν δε για τους πρώτους φιλοσόφους και την ευθεία θέαση των πραγμάτων που επεχείρησαν αυτοί. Όπως ορθώς σημειώνει ο Burnet, «Φύσις» είναι αρχικώς η μόνιμος, πρωταρχική και δεδομένη ουσία (προκαταρκτική, βασική και διαρκής, εν αντιθέσει προς τα επιμέρους ιδιαίτερα πράγματα, τα οποία είναι δευτερεύοντα, παράγωγα και μεταβατικά), στην οποία αναφέρονται οι κοσμογονιστές του 6ου και 5ου αιώνος, που της αφιέρωσαν πάμπολλα «Περί Φύσεως» έργα.

Η Φύση αποτελεί τη μόνη, πρώτη και εσχάτη πραγματικότητα, της οποίας αδιάκοπος ενέργεια είναι η γέννηση, αύξηση και καταστροφή των επιμέρους ιδιαιτέρων πραγμάτων. Η λέξη παράγεται εκ του ρήματος «φύω», το οποίο σημαίνει αναπτύσσω, γεννώ, παράγω και έχει την διπλή σημασία της υποδηλώσεως τόσο της διαδικασίας γενέσεως όσο και του αποτελέσματός της, δηλαδή των ιδιοτήτων και της δομής του τελευταίου (στους Όμηρο, Θέογνι και Πίνδαρο, ο όρος «φυή» ή «φυά» δηλώνει την εξωτερική ομορφιά, την ευγενή εμφάνιση, το επιβλητικό παράστημα). Στη Φιλοσοφία, η μελέτη της Φύσεως νοείται αφενός ως έρευνα για την αρχή των πραγμάτων και την γενετική τους ουσία και, αφετέρου, ως έρευνα των δεδομένων που καταγράφουν οι αισθήσεις.

Οι πρώτοι φιλόσοφοι, όπως προείπαμε, υπό την υλοζωϊστική τους οπτική, συνέλαβαν και διετύπωσαν την Φύση ως υλική, άπειρο, αεικίνητο και αυτοκίνητο δύναμη, η οποία αενάως και αυτομάτως γεννά τα συνθετικά της τμήματα, όσο και τις μεμονωμένες μορφές των όντων, κατά δε τον Θαλή αποτελεί αυτή ένα μοναδικό και ζωντανό σύνολο που κατέχει ένα κινητήριο στοιχείο, μία εσωτερική κινητήριο αρχή (την Ψυχή ή τον Θεό) με την οποία ταυτίζεται. Ομοίως, κατά τους Στωϊκούς, ως «Φύσις» ορίζεται η εντός του Κόσμου Δύναμις και Αρχή, η οποία «..διαμορφώνει και δημιουργεί όλα τα πράγματα» (SVF 2, 937), «..δίδει στον Κόσμο ενότητα και συνοχή» (SVF 2, 549, 1211), «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.), «..εκδηλώνεται ως Ανάγκη και Ειμαρμένη» (SVF 2, 913), «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323).

Ο Κικέρων («De Natura Deorum», 2, 22) διασώζει ότι, από τη Στοά, η Φύση ορίζεται ως «τεχνικόν πύρ, πνεύμα πυρώδες και έμφρον, έμφυτον και αυτουργόν», ο δε Διογένης Λαέρτιος σημειώνει (7, 148) ότι οι Στωϊκοί «ονομάζουν Φύση άλλοτε εκείνο που συγκρατεί τον Κόσμο και άλλοτε εκείνο που παράγει τα επίγεια πράγματα. Η Φύση είναι ένας τρόπος του υπάρχειν ο οποίος αλλάζει αφ’ εαυτού, σύμφωνα με σπερματικές εσωτερικές του αιτίες, και παράγει και συγκρατεί τα πράγματα που γεννώνται από την ίδια σε καθορισμένους χρόνους και τα διαμορφώνει όμοια με εκείνα από τα οποία προέρχονται..».

Σε πλήρη αντίθεση προς τους Υλοζωϊστές, οι φιλόσοφοι της Πυθαγορο-πλατωνικής Γραμμής δίδουν προτεραιότητα στην Ψυχή, ο δε Νεοπλατωνικός Θεόδωρος ο Ασιναίος, αποκαλεί την Φύση «όχημα της Ψυχής».

(προδημοσίευση από το υπό έκδοση «Θύραθεν Φιλοσοφικό Λεξικό» του Βλάση Γ. Ρασσιά).

Πηγή:
www.rassias.gr

Η ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Αγαπητοί Σύνεδροι,

Εκείνο που ξεχωρίζει το προχριστιανικό Ελληνικό Έθνος από τα υπόλοιπα που επέρασαν κάποια στιγμή επάνω από τα χώματα αυτού του πλανήτη, δεν είναι η γενναιότης (αφού και άλλα Έθνη επέδειξαν αυτήν, σε ίσο βαθμό με τους προγόνους μας) ή η ελευθεροπρέπεια (αφού επίσης ολόκληρη η προχριστιανική Ευρωπαϊκή Παράδοση μετέφερε πάντοτε την τελευταία ως το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της). Εκείνο που ξεχωρίζει το προχριστιανικό Ελληνικό Έθνος από τα υπόλοιπα της Ευρωπαϊκής Ομοεθνίας, είναι η λογική σύλληψη και διατύπωση του Κόσμου, η οποία, με τη σειρά της, οδήγησε στη σύνθεση εκείνου του θαυμαστού οικοδομήματος που οι σύγχρονοι, πεπαιδευμένοι τουκλάχιστον, άνθρωποι γνωρίζουμε υπό τον όρο «Ελληνικό Θαύμα».

Αυτή η λογική σύλληψη και διατύπωση, υπήρξε το αποκλειστικό προϊόν του Ελληνικού Νοός, του περιβάλλοντος που τον εξέθρευσε και των δυνάμεων που τον ενεψύχωσαν, και δεν εισήχθη από πουθενά, διότι, όπως πολύ ορθώς ετόνισε γύρω στα 1920 ο Τζών Μπουρνέ, «ο υλικός πολιτισμός και οι τέχνες μπορούν να περάσουν εύκολα από ένα έθνος στο άλλο, χωρίς τα έθνη αυτά να έχουν μία κοινή γλώσσα, όπως και ωρισμένες ιδέες, θρησκευτικές, απλές, μπορούν να μεταδοθούν καλύτερα με το τυπικό παρά μέσω οποιουδήποτε άλλου δρόμου. Αντιθέτως, η Φιλοσοφία δεν μπορούσε να εκφρασθεί διαφορετικά παρά μόνο μέσα από μίαν εξαιρετικά καλλιεργημένη στις αφαιρέσες γλώσσα, και να μεταδοθεί από μορφωμένους ανθρώπους, είτε με το μέσο των βιβλίων, είτε με την προφορική διδασκαλία».

Αυτή η πνευματική διαύγεια και λογικότητα, η οποία διαπερνά, όπως είναι φυσικό, όλες τις σφαίρες της προχριστιανικής Ελληνικής ζωής, προέρχεται από την ιδιαιτέρως, όπως προείπαμε, εκτραφείσα και εμψυχωθείσα Κοσμοθέαση των Ελλήνων, η οποία, εστιάζοντας στην απεριόριστη δυνατότητα του παρατηρείν, του αναλύειν και του συμπεραίνειν, επέτυχε να μετατρέψει σε ανωτέρα Θρησκεία και απόλυτο Φιλοσοφία, την διαδεδομένη σε όλα τα άλλα Έθνη της προχριστιανικής Ευρώπης υγιά αλλά απλή λατρεία της Φύσεως, των στοιχείων και των νόμων αυτής.

Αυτό που αποκαλούμε «Ελληνική Εθνική Θρησκεία», εκδηλούται ιστορικώς με τέσσαρες διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος είναι ο κοσμογονικός τρόπος, κατά τον οποίο ο νούς ξεδιπλώνεται μέσα από το μάτι και την παρατήρηση, κατανοεί τον φυσικό Κόσμο, επιχειρεί την σύνοψη αφηγήσεων για το πώς εδημουργήθη ο Κόσμος και ζητά την επικοινωνία με τα υπόλοιπα ομοούσιά του τμήματα που κατοικούν μέσα στον τελευταίο. Μέσα στο υπερτέλειο σχήμα του Κόσμου, αυτής της μόνης αληθούς και αντικειμενικής πραγματικότητος, το ον το αιώνιο και ατελεύτητο που αναδύει τις περιοδικές του μορφές ΑΦ’ΕΑΥΤΟΥ, ως οργανικό σύνολο, άπειρο, διατεταγμένο και κεκοσμημένο (εξ ού και η ιδία η λέξη «Κόσμος»), τα ανθρώπινα όντα εννοούνται ως ενταγμένα πλήρως και οργανικώς, υφιστάμενα και αυτά τους νόμους που υφίστανται τα υπόλοιπα άπειρα τμήματα του Κόσμου, δεν είναι ωστόσο απλά οργανικά τμήματα αυτού του «παντός», αλλά και ταυτοχρόνως ένας μικρόκοσμος και απεικόνισή του. Οι Έλλήνες, αντικρίζουν, πολύ ορθώς, τον Κόσμο ως μίαν έγκυρο και διαρκή Θεοφάνεια.

Η ιδία η φύση και όψη του, αποτελούν το «θαυμαστό» (και παραπέμπουν στην τέχνη του «θαυμάζειν» που, πολύ ορθώς, κατά τον Σωκράτη εγέννησε εν συνεχεία την Φιλοσοφία) και αποτελεί απολύτως ΛΟΓΙΚΟ γεγονός μία οποιαδήποτε συμπυκνωμένη προβολή στοιχείου ή στοιχείων («επιφάνεια») αυτού ακριβώς του Κόσμου. Το «θαύμα», όπως αυτό εννοείται από τους μονοθεϊστές, δηλαδή ως εκτροπή των φυσικών νόμων, δεν υφίσταται. Το «θαύμα» είναι ο ίδιος ο Κόσμος και ό,τι συμβαίνει μέσα σε αυτόν, ακόμη και μία «επιφάνεια» Θεού ή ένας μαντικός χρησμός, παραμένουν κατά φύσιν, δηλαδή απολύτως σύμφωνα προς τα ισχύοντα εντός του Κόσμου και, κυρίως (όπως απέδειξαν το «κατά φύσιν» οι στωϊκοί) πέρα για πέρα ΛΟΓΙΚΑ.

Ο δεύτερος είναι ο φιλοσοφικός τρόπος, κατά τον οποίο ο νούς τολμά την αναζήτηση της «Αληθείας του Κόσμου» ή των λεγομένων «Πρώτων Αιτίων» και, εν συνεχεία, του ανθρωπίνου προορισμού (του λεγομένου «Τέλους»), ορίζοντας ταυτοχρόνως με σαφήνεια αυτή την Επιστήμη (όχι με την βλακωδώς περιοριστική σύγχρονη έννοια, αλλά με την εκ του ρήματος «επίσταμαι» ετυμολόγηση, ήτοι εκ του «γνωρίζω επακριβώς το είναι ή έχειν των πραγμάτων») ως «αληθή Επιστήμη περί τα καλά πρώτα και θεία και ακήρατα (άφθαρτα)» (κατά τον Πυθαγόρα), «αγάπη ή επιδίωξη της Σοφίας», «επιστήμη της Αληθείας» (κατά τον Αριστοτέλη), «τέχνη της προσεγγίσεως των αφθάρτων και αναλλοιώτων» (κατά τον Πλάτωνα), «επιστήμη της σχέσεως των θείων πραγμάτων και των ανθρωπίνων υποθέσεων» (κατά την Στοά) ή «επιστήμη που μας καθιστά καθαρούς και τελείους με συντόμους και σαφείς κανόνες» (κατά τον Ιεροκλέα).

Ο τρίτος είναι ο πολιτειακός τρόπος, κατά τον οποίο ο πολίτης, το ενεργό και οργανικό δηλαδή τμήμα της «πόλεως», ή της φυλής ή της φράτρας παλαιότερα, δομεί την οργανικότητα στην οποία συμμετέχει, μέσα από την ευσέβεια και την υπακοή στα προγονικά θέσμια και τους νόμους της Πολιτείας, τα οποία θεωρεί δώρα των Αθανάτων Θεών προς το γένος των θνητών. Η μεγαλειώδης και καταφάσκουσα την ανθρωπίνη και λοιπή ζωή λατρεία των Θεών, η απόδοση τιμής μέσα από πομπή, όρχηση, μουσική, αγώνες, ευχαριστήριο προσφορά και θυσιόδειπνο, στους Ολυμπίους προστάτες και οδηγητές των Ελληνικών πόλεων, στους νομίμως «αναγνωρισθέντες» υπό της βουληφόρου Συνελεύσεως Θεούς, ξεκινά από τον Οίκο, από το πρώτο δηλαδή πολιτικό κύτταρο, και διευρύνεται έτσι ώστε να αγκαλιάζει ολόκληρο το πολιτικό σώμα. Η λατρεία είναι κοινωνική και πολιτειακή, άρα αυθεντική και έγκυρη, οι ιερείς εκλέγονται εις ενιαύσιο θητεία και εκπροσωπούν απλώς την κοινότητα απέναντι στους Μάκαρες Θεούς, σε μία ακριβώς αντίθετη διαδρομή από εκείνη των σημερινών επαγγελματιών «παπάδων» του Μονοθεϊσμού, οι οποίοι πάσχουν από την αμετροέπεια του να ισχυρίζονται ότι, αντιστρόφως, εκπροσωπούν τάχα τον.. Θεό (!!) απέναντι στην κοινωνία των ανθρώπων.

Και, τέλος, ο τέταρτος τρόπος εκδηλώσεως της Εθνικής μας Θρησκείας είναι ο μυστηριακός, και εδώ με την αυθεντική σημασία του όρου που απέχει έτη φωτός από την σύγχρονο παραποίησή του. Η αρχή των «Μυστηρίων» χάνεται στα απώτατα βάθη της αρχαιότητος, πολύ πέραν των ασαφών εποχών του μύθου, με ιδρυτές των ανά τόπους λατρευτικών θεσμών, κάποιους εξαιρετικώς προικισμένους από τους Θεούς ανθρώπους. Από τα πάμπολλα «Μυστήρια» των προγόνων μας, σήμερα είναι γνωστά μόνον εκείνα που κατεγράφησαν στην Εθνική μας Γραμματεία κατά τους ιστορικούς χρόνους: Μινωϊκά, Καβείρια, Λυκομηδικά, Ελευσίνια, Ορφικά, Ανδανιακά, κ.ά. Δεν θα σταθώ στην παρουσίαση λεπτομερειών γύρω από αυτά, καθώς τις θεωρώ αυτές λίγο πολύ γνωστές για τον μέσο αρχαιογνώστη της εποχής μας. Εκείνο στο οποίο θα σταθώ στην ομιλία αυτή, είναι η φύση της μυστηριακής λατρείας, κοντολογίς των «Μυστηρίων», και αυτό διότι πρέπει να γίνεται πάντοτε σαφές και να επισημαίνεται όλως ιδιαιτέρως, το ότι η «κεχωρισμένη» από την Πολιτειακή λατρεία αντίστοιχη Μυστηριακή, έχει μόνες αιτίες αυτής της ιδιαιτερότητός της
τη δυνατότητα για κληρονομική μεταβίβαση της ιερατείας μέσα στο γένος του ιδρυτού, και τη διαφύλαξη του αναλλοιώτου των ιεροπραξιών έξω από τις δικαιοδοσίες του εντεταλμένου δημοσίου άρχοντος ή έξω από τις αποφάσεις του βουληφόρου σώματος των πόλεων ή, αργότερα, των συμπολιτειών.


Για να επιτευχθούν αυτά τα δύο, οι μυστηριακοί θεσμοί υποχρεούνται, όπως είναι λογικό, να κρατηθούν έξω από τη δημόσια σφαίρα και να δεχθούν μόνον τους θρησκευτές εκείνους οι οποίοι οικειοθελώς προσέρχονται στα «Ιερά των Μυστηρίων».
Εις σαφή ομοιότητα πάντως με την όμαιμο και αδελφή τους Φιλοσοφική Προσπάθεια, τα άγια «Μυστήρια» των Εθνικών Ελλήνων, ήλθαν να κάνουν απτή και μεταβιβάσιμη την Αλήθεια. Την σύνθετη και πολύπλοκη Αλήθεια, την κατανόηση της «πρώτης αιτίας του καθετί αληθινού» όπως την ώρισε ο φωτισμένος Μάρκος Αυρήλιος, ή της γνώσεως του αιτιακού πλέγματος που ελέγχει τα κοσμικά γεγονότα. Την, ως λέξη σύνθετη, εκ του στερητικού α και του «λανθάνω» (μένω κρυμμένος), Αλήθεια, που οι καπηλευτές της δεν εφάνησαν ικανοί, έστω και κατά μίμησιν των εθνικών φιλοσόφων, να ορίσουν όταν ερωτήθησαν τι ακριβώς είναι αυτό στο όνομα του οποίου δρουν υπερφρόνως και διαταρακτικώς. Και εδώ ίσως είναι η πρέπουσα στιγμή, για να θυμίσουμε ότι αυτός ο άγιος θεσμός της πατρογονικής μας Θρησκείας, αντιμετώπισε την εντονωτέρα των επιθέσεων από το καταστροφικό πνεύμα της Σεσημασμένης Ανατολής. Πολύ πριν οι λεγόμενοι «Πατέρες» συντάξουν πάνω στον πάπυρο με λέξεις τα ζηλόφθονα ρεκάσματά τους κατά της αγίας Μυστηριακής μας Παραδόσεως, τη μεγάλη και μαζική επίθεση είχε εξαπολύσει η παραφροσύνη, ασυνταξία και μικρότητα του ανατολίτικου ψυχισμού.


Η «σκοτόεσσα» ιδέα περί των ανωτέρων Κόσμων και περί του επέκεινα του βίου των θνητών, την οποία κάποτε κατήγγειλε με εξαιρετική ένταση ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής, επελαύνει στους πρώτους αιώνες της Βαρβαρικής Εποχής, με όχημά της τη διαστροφή της μανιώδους αναζητήσεως του υποτιθεμένου «λυτρωτικού» (από τι; ερωτούμε..) στοιχείου. Το εξωπραγματικό, το απίθανο και το εξωφυσικό ξηλώνουν ό,τι, χρόνο με χρόνο, είχε συνθέσει με κόπο και τόννους φαιάς ουσίας ο ανθρώπινος νους, επί πολλές χιλιετίες (το να κυλά κανείς προς τα κάτω είναι άλλωστε πολύ εύκολη διαδικασία και γίνεται αυτομάτως και δίχως πολλές απώλειες ενεργείας). Για να αντιμετωπισθεί η λαίλαπα του παραλογισμού της Ανατολής, με τα βέβηλα ψευτομυστήρια των ευνούχων Φρυγών «Γάλλων», των απατεώνων τύπου Αλεξάνδρου Αβωνοτικού, ή των αγυρτών ψυχοτρομοκρατών που εκαπηλεύοντο το όνομα των «Ορφικών», οι Νεοπλατωνικοί κάνουν το στρατηγικό σφάλμα να χωθούν στον βάλτο του μυστικισμού και της δαιμονολογίας, οι δε επίσημες αρχές προσπαθούν απελπισμένα να αντιτάξουν «εθνικούς» θαυματοποιούς στον ναζαρηνό θαυματοποιό ραββίνο που διαφήμιζαν οι οπαδοί του Σαούλ - Σαύλου (ο γνωστός σε όλους μας «Βίος Απολλωνίου Τυανέως» του Φιλοστράτου, είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της απελπισμένης πρακτικής).

Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία λοιπόν, και στις προαναφερθείσες τέσσαρες βασικές της εκδηλώσεις (κοσμογονική, φιλοσοφική, πολιτειακή και μυστηριακή) διετήρησε εκείνη την χαρακτηριστική της λογικότητα με έναν θαυμαστό τρόπο, έως τουλάχιστον τις αποφράδες εποχές που η δεισιδαιμονία, ο μυστικισμός, η σωτηρολογία, η σημιτικής προελεύσεως αντίληψη των Θεών ως «πρόσωπα», η θεοφοβία (η τελευταία, ως συνέπεια της αντιμετωπίσεως ενός ακαταλήπτου «επέκεινα» Θεού) και τα υπόλοιπα αρρωστημένα προϊόντα της Ανατολής, επέτυχαν τη μαζική διείσδυσή τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο (και εντός ολίγου την επικράτησή τους). Από τις προαναφερθείσες πάντως τέσσαρες εκδηλώσεις της Εθνικής μας Θρησκείας, η μυστηριακή εκείνη είναι που χρήζει της εν-τονωτέρας υπερασπίσεως κατά των γνωστών επιθέσεων των τελευταίων δύο χιλιετιών, οι οποίες αποσκοπούν με κάθε μέσον στην απαξίωση και δυσφήμιση του Ελληνικού (και όχι μόνον..) Εθνισμού. Αυτό που πρέπει συνεπώς να καταδεικνύεται διαρκώς, με την κάθε δυνατή ένταση και πυκνότητα, είναι το ότι η λεγομένη «μυστηριακή» πλευρά της Εθνικής Θρησκείας των πραγματικών Ελλήνων δεν υπήρξε ποτέ ανάλογη με τις παραπλανητικώς ομώνυμές της πλευρές των βαρβαρικών και αντιδημοκρατικών Θρησκειών της Ανατολής, αλλά υψηλή και λογική φιλοσοφική Πράξις, εκπληρούσα στο έπακρον τον ορισμό που απετόλμησε, αν και εμμέσως, ο Πλάτων, ορίζοντας τα «Μυστήρια» ως «ορθή Φιλοσοφία» (μέσω του ορισμού των ιδρυτών τους ως ανθρώπων που δεν ήσαν τυχαίοι αλλά προικισμένες προσωπικότητες που εφιλοσόφησαν ορθώς, οι «ορθώς πεφιλοσοφηκότες»).

Εδώ και 16 περίπου αιώνες, τα αυθεντικά και πανάγια «Μυστήρια» της λαμπρής αρχαιότητος, έχουν εξαφανισθεί από προσώπου γής, και, όπως διείδε ο τελευταίος Ευμολπίδης Ιεροφάντης Νεστόριος, η πνευματική νύκτα εβασίλευσε έκτοτε, επί πολλούς αιώνες, επάνω σε μία δυστυχισμένη ανθρωπότητα. Όπως όμως οι άθλιοι απαξιωτές της λογικής ετόλμησαν να σφετερισθούν τον όρο «Φιλοσοφία», όπως οι άθλιοι θεοκράτες ετόλμησαν να ανεβάζουν σε επίπεδο Θεού τα φανταστικά πρόσωπα που κρύβονται πίσω από τις δεισιδαιμονίες τους, έτσι και δεν υπήρξε κανείς ενδοιασμός να γίνει αντικείμενο σφετερισμού, με τον χειρότερο μάλιστα τρόπο, και ο ιερός προγονικός όρος «Μυστήρια» για να περιγραφούν είτε οι βέβηλες παρωδίες ιεροπραξιών από αποκρυφιστές και λοιπούς εσωτεριστές, ή οι άγριες ψυχοϋποδουλωτικές και ατιμωτικές υποχρεώσεις, βλέπε «εξομολόγηση», των πιστών του κρατούντος Μονοθεϊσμού.

Θέλει να ελπίζει ο ομιλητής, ότι ετόνισε στον πρέποντα βαθμό την κυριαρχία του στοιχείου της λογικότητος στην Εθνική, δηλαδή προχριστιανική, Παράδοσή μας και, ιδιαιτέρως, την κυριαρχία αυτού του στοιχείου στο θρησκευτικο υποσύνολό της, όπως άλλωστε και τους τελευταίους αιώνες το ίδιο στοιχείο κυριαρχεί στο Ευρωπαϊκό Πνεύμα που ανέσυρε, έστω και ελάχιστα, τον άνθρωπο επάνω από τον φρικτό βούρκο του χριστιανικού Μεσαίωνος. Εδώ μάλιστα, ίσως θα ήταν πρέπον να ενθυμηθούμε τα λόγια του καθηγητού Κωνσταντίνου Μερεντίτου στην έξοχη, εν έτει 1974, εργασία του «Η Θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων.


Η Εικών του Θείου εν τώ Κατόπτρω του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος»: «..εν τήι περιοχήι της λατρείας των αρχαίων Ελλήνων, αποκαλύπτεται ημίν μία των μεγίστων θρησκευτικών ιδεών της ανθρωπό-τητος, η θρησκευτική ιδέα του Ευρωπαϊκού Πνεύματος.. Η ιδέα αύτη είναι πολύ διάφορος των θρησκευτικών ιδεών άλλων πολιτισμών και δη και εκείνων, οίτινες εν τήι περιοχήι της θρησκειολογίας και της φιλοσοφίας της θρησκείας παρέχουσιν ημίν συνήθως το υπόδειγμα της οφειλομένης θρησκευτικής αγωγής και μορφώσεως.. Προς τοίς άλλοις έργοις των Ελλήνων, ίσταται προ της ανθρωπότητος και η θρησκεία αυτών, ως τι μέγα, υπερφυές και άφθιτον έργον».

Τα φερέφωνα και σχολεία του συστήματος, ωστόσο, ουδέποτε επεσήμαναν στους Νεοέλληνες παρόμοια πράγματα (και γιατί να το έπρατταν άλλωστε, αφού τέτοιου είδους πληροφορίες αντιστρατεύονται τα γνωστά και μη εξαιρετέα συμφέροντά του). Αντιθέτως, με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί, φωνάζουν μονότονα, μπαμπέσικα και καταθλιπτικά (στοιχεία άλλωστε που κατεξοχήν χαρακτηρίζουν τόσο το σύστημα όσο και τα φερέφωνά του) για να πείσουν τους αδαείς και τους ανιστορήτους για τα ακριβώς αντίθετα. Και επειδή ουδείς μη αδαής και μη ανιστόρητος μπορεί ποτέ να «πεισθεί» υπ’αυτών, φροντίζουν να αυξάνουν με όσο πιο ταχείς ρυθμούς τις στρατιές των αδαών και ανιστορήτων. Ο καθείς εφ’ ώ ετάχθη, που λέμε.

Υπάρχουν τριών μόνο ειδών πράγματα και καταστάσεις σε αυτόν τον υφήλιο κόσμο των θνητών, στον οποίο όλοι μας ζούμε. Τα απελευθερωτικά, τα ουδέτερα και τα υποδουλωτικά.
Αυτό που εκπροσώπησε επί πολλούς αιώνες και εξακολουθεί να εκπροσωπεί η Εθνική Ελληνική Παράδοση, είναι η Αρετή και η Τόλμη που, όπως ετόνισε ο πραγματικός μας εθνικός ποιητής Ανδρέας Κάλβος, απαιτούνται για την Ελευθερία. Κάποιοι φιλόσοφοί μας άλλωστε, τις απεκάλεσαν «μοναδικές» και «ύψιστες» τέχνες, όπως άλλωστε και τη λογικότητα που διαποτίζει την Φιλοσοφία και Θρησκεία μας, χάρις στην οποία αποκτούν ενότητα οι ιδέες και οι πράξεις μας, καθώς οδηγούμαστε κατ’ουσίαν από αυτές να διάγουμε τον βίο συμφώνως προς την Φύση. Δηλαδή, συμφώνως προς την θέληση των Θεών και συμφώνως προς το αιώνιο και άπειρο Πυροειδές Πνεύμα, τον Ορθό Λόγο που διαποτίζει τα πάντα.


Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε.

(Εισήγηση του συγγραφέως, στο διήμερο «Α΄ Συνέδριο για τα Αρχαία Θρακικά Μυστήρια», Αλεξανδρούπολις 19 –20 Μαϊου “2001”)

Πηγή:
www.rassias.gr